-
1 μικρολογια
μικρολογία, σμῑκρολογίαἥ1) пристрастие к пустякам, мелочность Plut.2) пустое словопрение3) умаление, принижение Isocr.4) скупость, скаредность Polyb., Luc. -
2 μικρολογία
η мелочность, крохоборство -
3 γλισχροτης
- ητος ἥ1) тягучесть, густота(τοῦ ἐλαίου Arst.)
2) вязкость, клейкость(μυξώδης Arst.)
3) скупость, скаредность Arst.4) мелочность, придирчивость(γ. καὴ μικρολογία Plut.)
-
4 δριμυς
- εῖα -ύ1) острый, пронизывающий(βέλος Hom.; ἄκος Hes.)
ἀνὰ ῥῖνάς οἱ δριμὺ μένος προὔτυψε Hom. — в носу у него сильно защекотало, т.е. слезы подступили у него к горлу2) острый, едкий, крепкий(καπνός Arph.; χυμός, ὀσμή Arst.; οἶνος Luc.: φάρμακον Plut.)
3) острый, пряный(ἐδέσματα Arst.)
4) сильно пахнущий, с острым запахом(ἄνθη Plut.)
5) гневный, злобный(χόλος Hom. и χολά Theocr.; θυμός Aesch.; θηρίον Plat.; δριμὺ βλέπειν Arph. и ἀποβλέπειν Luc.)
6) жестокий, ожесточенный(μάχη Hes.)
7) сильный, бурный, пылкий, пламенный(ἔρως Plat., Plut.)
8) остроумный, проницательный, хитрый(Σισύφου γένος Eur.; δ. καὴ ἔντονος Plat.; δριμὺ βλέπειν Plat. - ср. 5)
9) мелочный, придирчивый(ἥ ἐν γράμμασι μικρολογία Plut.)
-
5 σμικρολογια...
σμικρολογία...μικρολογία, σμῑκρολογίαἥ1) пристрастие к пустякам, мелочность Plut.2) пустое словопрение3) умаление, принижение Isocr.4) скупость, скаредность Polyb., Luc.
См. также в других словарях:
μικρολογία — μῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc/acc dual μῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρολογίᾳ — μῑκρολογίαι , μικρολογία meanness fem nom/voc pl μῑκρολογίᾱͅ , μικρολογία meanness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρολογία — η (Α μικρολογία και σμικρολογία) [μικρολόγος] 1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία 2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες 3. σχολαστικότητα αρχ. 1. μικροπρέπεια 2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι… … Dictionary of Greek
μικρολογία — η 1. ησυζήτηση για μικρά και ασήμαντα θέματα: Συνήθως ασχολούνται με μικρολογίες. 2. μικροπρέπεια, σχολαστικότητα: Ήθελε να εκδικηθεί από μικρολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρολογίας — μῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem acc pl μῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμικρολογία — σμῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc/acc dual σμῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμικρολογίας — σμῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem acc pl σμῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμικρολογίᾳ — σμῑκρολογίαι , μικρολογία meanness fem nom/voc pl σμῑκρολογίᾱͅ , μικρολογία meanness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Avarice — L Avarice. Gravure de Viollet le Duc L avarice est un état d’esprit qui consiste à ne pas vouloir se séparer de ses biens et richesses. L avarice est l un des sept péchés capitaux définis par le catholicisme à partir des interprétations d écrits… … Wikipédia en Français
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ακανθολογία — η (Α ἀκανθολογία) [ἀκανθολόγος] συλλογή, μάζεμα τών αγκαθιών κάποιου φυτού νεοελλ. μτφ. 1. καταγραφή των λαθών που παρουσιάζει ένα γραπτό 2. μικρολογία, απασχόληση με ασήμαντα και περιττά … Dictionary of Greek