-
1 μικρολογια
μικρολογία, σμῑκρολογίαἥ1) пристрастие к пустякам, мелочность Plut.2) пустое словопрение3) умаление, принижение Isocr.4) скупость, скаредность Polyb., Luc. -
2 μικρολογία
μικρολογία, ας, ἡ (‘a small matter’ Pla. et al.) someth. of little or no account, trifle in a disdainful sense (Pla., Hipp. Maj. 304b of hair-splitting in debate; Lucian, Vit. Auct. 17; Philo, Somn. 1, 94) Hm 5, 2, 2.—DELG s.v. μικρός. -
3 μικρολογία
μῑκρολογίᾱ, μικρολογίαmeanness: fem nom /voc /acc dualμῑκρολογίᾱ, μικρολογίαmeanness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————μῑκρολογίαι, μικρολογίαmeanness: fem nom /voc plμῑκρολογίᾱͅ, μικρολογίαmeanness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
4 μικρολογίᾳ
Βλ. λ. μικρολογία -
5 μικρολογία
η мелочность, крохоборство -
6 μικρολογία
A meanness, stinginess, Thphr.Char.10, Plb.31.27.16.II pettiness, Pl.R. 486a, Arist.Metaph. 995a10, Plot.1.4.7; hair-splitting, Isoc.13.8, etc.: pl., meticulous arguments, 'logic-chopping', Pl.Hp.Ma. 304b; minutiae, in Art, D.H.Comp.25.2 disparagement, depreciating language, Isoc.15.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικρολογία
-
7 μικρολογία
μικρο-λογία, ἡ, das Wesen des μικρολόγος, Kleinigkeitskrämerei; Verkleinerungssucht; Ggstz von ὕβρις, Knauserei; Sparsamkeit; Streit um Kleinigkeiten; bes. auch kleinlicher Geiz -
8 μικρολογία
incir çekirdeğini doldurmayan sözler -
9 σμικρολογία
σμῑκρολογίᾱ, μικρολογίαmeanness: fem nom /voc /acc dualσμῑκρολογίᾱ, μικρολογίαmeanness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————σμῑκρολογίαι, μικρολογίαmeanness: fem nom /voc plσμῑκρολογίᾱͅ, μικρολογίαmeanness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 μικρολογίας
μῑκρολογίᾱς, μικρολογίαmeanness: fem acc plμῑκρολογίᾱς, μικρολογίαmeanness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 σμικρολογίας
σμῑκρολογίᾱς, μικρολογίαmeanness: fem acc plσμῑκρολογίᾱς, μικρολογίαmeanness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 σμῑκρο-λογία
σμῑκρο-λογία, ἡ, = μικρολογία, Plat. Theaet. 175 c u. Sp.
-
13 γλισχρότης
γλισχρότης, ητος, ἡ, Zähigkeit, Klebrigkeit, μυξώδης Arist. H. A. 3, 11; Plut.; übertr., a) Kargheit, Geiz, Arist. Pol. 7, 5, Ggstz τρυφή. – b) Kleinlichkeitskrämerei, καὶ μικρολογία Plut. Them. 5.
-
14 γλισχρο-λογία
γλισχρο-λογία, ἡ, = μικρολογία, Philo.
-
15 ῥυπαρία
ῥυπαρία, ἡ, 1) Schmutz, Plut. conj. praec. p. 420. – 2) übertr., schmutziger Geiz, Filzigkeit; καὶ μικρολογία, Plut. am. et ad. discr. 27; οἰκονομικὸς ἄνευ ῥυπαρίας, D. Cass. 74, 5.
-
16 γλισχροτης
- ητος ἥ1) тягучесть, густота(τοῦ ἐλαίου Arst.)
2) вязкость, клейкость(μυξώδης Arst.)
3) скупость, скаредность Arst.4) мелочность, придирчивость(γ. καὴ μικρολογία Plut.)
-
17 δριμυς
- εῖα -ύ1) острый, пронизывающий(βέλος Hom.; ἄκος Hes.)
ἀνὰ ῥῖνάς οἱ δριμὺ μένος προὔτυψε Hom. — в носу у него сильно защекотало, т.е. слезы подступили у него к горлу2) острый, едкий, крепкий(καπνός Arph.; χυμός, ὀσμή Arst.; οἶνος Luc.: φάρμακον Plut.)
3) острый, пряный(ἐδέσματα Arst.)
4) сильно пахнущий, с острым запахом(ἄνθη Plut.)
5) гневный, злобный(χόλος Hom. и χολά Theocr.; θυμός Aesch.; θηρίον Plat.; δριμὺ βλέπειν Arph. и ἀποβλέπειν Luc.)
6) жестокий, ожесточенный(μάχη Hes.)
7) сильный, бурный, пылкий, пламенный(ἔρως Plat., Plut.)
8) остроумный, проницательный, хитрый(Σισύφου γένος Eur.; δ. καὴ ἔντονος Plat.; δριμὺ βλέπειν Plat. - ср. 5)
9) мелочный, придирчивый(ἥ ἐν γράμμασι μικρολογία Plut.)
-
18 σμικρολογια...
σμικρολογία...μικρολογία, σμῑκρολογίαἥ1) пристрастие к пустякам, мелочность Plut.2) пустое словопрение3) умаление, принижение Isocr.4) скупость, скаредность Polyb., Luc. -
19 μικρολογίαις
μῑκρολογίαις, μικρολογίαmeanness: fem dat pl -
20 μικρολογίαν
μῑκρολογίᾱν, μικρολογίαmeanness: fem acc sg (attic doric aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μικρολογία — μῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc/acc dual μῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρολογίᾳ — μῑκρολογίαι , μικρολογία meanness fem nom/voc pl μῑκρολογίᾱͅ , μικρολογία meanness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρολογία — η (Α μικρολογία και σμικρολογία) [μικρολόγος] 1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία 2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες 3. σχολαστικότητα αρχ. 1. μικροπρέπεια 2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι… … Dictionary of Greek
μικρολογία — η 1. ησυζήτηση για μικρά και ασήμαντα θέματα: Συνήθως ασχολούνται με μικρολογίες. 2. μικροπρέπεια, σχολαστικότητα: Ήθελε να εκδικηθεί από μικρολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρολογίας — μῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem acc pl μῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμικρολογία — σμῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc/acc dual σμῑκρολογίᾱ , μικρολογία meanness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμικρολογίας — σμῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem acc pl σμῑκρολογίᾱς , μικρολογία meanness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμικρολογίᾳ — σμῑκρολογίαι , μικρολογία meanness fem nom/voc pl σμῑκρολογίᾱͅ , μικρολογία meanness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Avarice — L Avarice. Gravure de Viollet le Duc L avarice est un état d’esprit qui consiste à ne pas vouloir se séparer de ses biens et richesses. L avarice est l un des sept péchés capitaux définis par le catholicisme à partir des interprétations d écrits… … Wikipédia en Français
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ακανθολογία — η (Α ἀκανθολογία) [ἀκανθολόγος] συλλογή, μάζεμα τών αγκαθιών κάποιου φυτού νεοελλ. μτφ. 1. καταγραφή των λαθών που παρουσιάζει ένα γραπτό 2. μικρολογία, απασχόληση με ασήμαντα και περιττά … Dictionary of Greek