Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δρῑμύς

  • 1 δριμυς

         δριμύς
        - εῖα -ύ
        1) острый, пронизывающий
        

    (βέλος Hom.; ἄκος Hes.)

        ἀνὰ ῥῖνάς οἱ δριμὺ μένος προὔτυψε Hom. — в носу у него сильно защекотало, т.е. слезы подступили у него к горлу

        2) острый, едкий, крепкий
        

    (καπνός Arph.; χυμός, ὀσμή Arst.; οἶνος Luc.: φάρμακον Plut.)

        3) острый, пряный
        

    (ἐδέσματα Arst.)

        4) сильно пахнущий, с острым запахом
        

    (ἄνθη Plut.)

        5) гневный, злобный
        

    (χόλος Hom. и χολά Theocr.; θυμός Aesch.; θηρίον Plat.; δριμὺ βλέπειν Arph. и ἀποβλέπειν Luc.)

        6) жестокий, ожесточенный
        

    (μάχη Hes.)

        7) сильный, бурный, пылкий, пламенный
        

    (ἔρως Plat., Plut.)

        8) остроумный, проницательный, хитрый
        

    (Σισύφου γένος Eur.; δ. καὴ ἔντονος Plat.; δριμὺ βλέπειν Plat. - ср. 5)

        9) мелочный, придирчивый
        

    (ἥ ἐν γράμμασι μικρολογία Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > δριμυς

  • 2 δριμύς

    εία, ύ
    1) в разн. знач сильный; резкий;

    δριμύ ύφος — резкий тон;

    δριμύς πόνος — резкая, острая боль;

    2) суровый (о климате);

    δριμύ ψύχος — сильный мороз;

    δριμύς χειμώνας — суровая зима;

    3) перен. резкий; колкий, язвительный;

    δριμεία φράση — язвительная фраза, колкость;

    δριμεία επίπληξη — строгий выговор

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δριμύς

  • 3 αδριμυς

        2, gen. εος не острый, не резкий
        

    (ἄλγημα Luc.)

    Древнегреческо-русский словарь > αδριμυς

  • 4 χειμώνας

    [-ών (-ώνος)] ο
    1) зима;

    τον χειμώνα — зимой;

    όλο τον χειμώνα — всю зиму;

    δριμύς χειμώνας — суровая зима;

    στην καηδιά

    τού χειμώνα — в разгар зимы;

    2) непогода, холодная и ветреная погода;

    μάς πλάκωσε χειμώνας στο ταξίδι — непогода нас застигла в пути

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χειμώνας

См. также в других словарях:

  • δριμύς — εία, ύ και δριμός, ή, ό και δριμιός, ιά, ιό (AM δριμύς, εῑα, ύ) 1. οξύς, αψύς, καυστικός στη γεύση ή την όσφρηση («δριμύ ξίδι») 2. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («δριμύς χειμώνας») 3. (για λόγο) α) δηκτικός, πειραχτικός β) δυνατός, έντονος,… …   Dictionary of Greek

  • δριμύς — δρῑμύς , δριμύς piercing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύς, -εία, -ύ — οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός: Δριμύ ψύχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δριμώνω — [δριμύς] 1. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι δριμύς, τσουχτερός («δρίμωσε ο καιρός») 2. (για πρόσ.) οργίζομαι, θυμώνω 3. μέσ. μαζεύομαι …   Dictionary of Greek

  • δριμυτάτων — δριμύς piercing fem gen pl δριμύς piercing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμυτάτως — δριμύς piercing adverbial δριμύς piercing masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμυτέρων — δριμύς piercing fem gen pl δριμύς piercing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμυτέρως — δριμύς piercing adverbial δριμύς piercing masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτατον — δριμύς piercing masc acc sg δριμύς piercing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμύτερον — δριμύς piercing masc acc sg δριμύς piercing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δριμυτάτη — δριμύς piercing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»