Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μιγ

См. также в других словарях:

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • ηερόμικτος — ἠερόμικτος, ον (Α) αναμεμιγμένος με τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, προβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μικτός (< θ. μιγ . τού μίγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μίγ ην), πρβλ. αλί μικτος α πρόσ μι κτος] …   Dictionary of Greek

  • θηρόμικτος — θηρόμικτος, ον (Α) θηρομιγής, κατά το ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + μικτος (< μικτός < θ. μιγ τού μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. ορνεό μικτος] …   Dictionary of Greek

  • θολομιγής — θολομιγής, ές (Α) ανακατωμένος με πηλό, με λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + μιγής (< θ. μιγ πρβλ. ε μίγ ην τού μ(ε)ίγνυμι*), πρβλ. α μιγής, αμφι μιγής, θερμο μιγής] …   Dictionary of Greek

  • κρύβδην — και κρύβδα και κρυβη και κρυβήν δωρ. τ. κρύβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να ξέρει κάποιος («εἰς τὸ τοῡ Απόλλωνος ἱερὸν ἐλθοῡσαι φερόντων ψῆφον κρύβδην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύβδην < θ. κρυβ (< θ. κρυπτ τού κρύπτω, που εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • λεοντομιγής — λεοντομιγής, ές (Α) (για ζώο) αυτός που προήλθε από τη μίξη λιονταριού με άλλο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + μιγής (< θ. μιγ , πρβλ. ἐ μίγ ην, παθ. αόρ. β τού μείγνυμι), πρβλ. θαλασσο μιγής, ιππο μιγης] …   Dictionary of Greek

  • ανάμιγα — ἀνάμιγα και ποιητ. ἄμμιγα επίρρ. (Α) ἀναμίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμείγνυμι από θ. μιγ τού αορ. ἐμίγην] …   Dictionary of Greek

  • ανάμιγδα — ἀνάμιγδα και ἀναμίγδην επίρρ. (Α) ἀναμίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμείγνυμι < θ. μιγ τού αορ. ἐμίγην] …   Dictionary of Greek

  • αναμίσγω — ἀναμίσγω (Α) ποιητ. και ιων. τ. τού ἀναμιγνύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μίσγω (< *μίκσκω < *μίγ σκω) «αναμειγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • ηδυμιγής — ἡδυμιγής, δωρ. τ. ἁδυμιγής, ές (Α) αυτός που έχει αναμιχθεί ευχάριστα, που αποτελεί ευχάριστο μίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσομιγής — θαλασσομιγής, ές (Α) ανάμικτος με θαλασσινό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + μιγής < θ. μιγ. , πρβλ. μιγάς, εμίγην τού μείγνυμι), πρβλ. αερο μιγής, πολυ μιγής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»