-
1 εμείγνυντο
-
2 ἐμείγνυντο
-
3 εμείγνυντ'
-
4 ἐμείγνυντ'
-
5 μείγνυμι
μείγνυμι ( μειγνύντων ( μίγ. codd. Plut.); μειγνύμεν ( μιγ. codd. Plut.): impf. μείγνυον ( μίγ. codd.): aor. ἔμειξεν ( ἔμιξ. codd., Π); μεῖξαι ( μῖξ. codd.): pass. μείγνυνται ( μίγ. codd. Dion. Hal.); μειγνύμενον ( μιγ. codd.): impf. ἐμείγνυτ ( ἐμίγ. codd.), ἐμείγνυντο ( ἐμίγ. codd. Plut.): aor. 1, μίχθη, ἔμιχθεν; μιχθείς, -έντα, -έντες, -εῖσα; aor. 2, μᾰγεν; μᾰγεῖς(α): pf. μέμικται; μεμιγμένον; μεμίχθαι: μι passim codd., Π: μει Schr.: it is uncertain whether μι or μει should be written in aor. 1 pass. and pf. pass.: also pass. μίσγονται; μισγομέναν.)1 mingle1 c. acc. and dat.,a mingle with ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται (Schr.: μίγνυται, μίγνυνται codd. Dion. Hal.) fr. 75. 17. met., ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν (sc. αὐλοῖς, simm., Wil.: μίγνυμεν codd. Plutarchi: corr. Stephanus, Schr.) *fr. 107b. 1.* pass., ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενὶ (Schr.: μιγν. codd.: i. e. with the addition of your wisdom) P. 5.19b bring to, among ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ (Schr.: εμιξ[ Π: cf. Paus., 10. 5. 9, of the second Delphic temple of Apollo, πεμφθῆναι ἐς Ὑπερβορέους φασὶν ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος) Πα... θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ (Schr.: μιγν. codd. Plutarchi) Θρ. 7. 9. met., inflict upon, Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν (Schr.: μῖξαν codd.: “intellego de ludis dictum,” Schr.) P. 4.213μάτρωι χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄργς ἔμειξεν I. 7.25
pass., καὶ Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσιν ἔν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον being brought among the habitations of the Spartans P. 4.257, cf. P. 4.251cI crown withλαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.18
Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη N. 2.22
Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον (Schr.: μίγνυον codd.) N. 4.21ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.3
II pass., be affected byἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς N. 1.56
d contract a marriage, for, between pers. ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος (v. l. μιχθέντι) P. 9.13 καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι (μῖξαι, μίξειν codd.: corr. Schr.) P. 4.2232 c. ἐν + dat., pass., met., come into touch with ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων (zeugma of senses 1. b and 4. b is intended) P. 4.251 and so be endowed with νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις μέμικται (sc. Πέλοψ) O. 1.91 ( Ὀλυμπία)ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.29
3 c. σὺν + dat., pass., be mixed, combined withἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι N. 3.77
4 pass. mingle togethera abs. ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά (Stephanus: ἥρως ἐμίγνυτο codd. Plutarchi) fr. 187.b c. dat., be united with of sexual intercourse. ( Πιτάνα).ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα τεκέμεν O. 6.29
Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας O. 7.71
Ὀλύμπιος ἁγεμὼν θύγατρ' Ὀπόεντος ἀναρπάσαις ἕκαλος μίχθη O. 9.59
Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (Schr.: ἐμίγνυτ codd.) P. 2.45πρόσθεν ἀκερσεκόμᾳ μιχθεῖσα Φοίβῳ P. 3.14
θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας P. 9.68
τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα P. 9.84
ποντίαν θεὸν Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35
]μιγεῖσ' α[ Πα. 7. a. 1. τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο μιχθεὶς τοξοφόρον τελέσαι γόνον[ Πα. 7B. 51. ]κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία σέο, Πύθι[ε ( λέχει supp. G-H.) Πα... Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3.
См. также в других словарях:
ἐμείγνυντο — μίγνυμι mix imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμείγνυντ' — ἐμείγνυντο , μίγνυμι mix imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)