Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μιαρία

См. также в других словарях:

  • μιαρία — μιαρίᾱ , μιαρία brutality fem nom/voc/acc dual μιαρίᾱ , μιαρία brutality fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρίᾳ — μιαρίαι , μιαρία brutality fem nom/voc pl μιαρίᾱͅ , μιαρία brutality fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρία — η (Α μιαρία) [μιαρός] ο χαρακτήρας και η διαγωγή τού μιαρού, αχρειότητα, μιαρότητα αρχ. μίασμα, μόλυσμα, ιδίως από φόνο …   Dictionary of Greek

  • μιαρίας — μιαρίᾱς , μιαρία brutality fem acc pl μιαρίᾱς , μιαρία brutality fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρίαι — μιαρία brutality fem nom/voc pl μιαρίᾱͅ , μιαρία brutality fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρίαν — μιαρίᾱν , μιαρία brutality fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρίαις — μιαρία brutality fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιαρός — ή, ό (ΑΜ μιαρός, και μιερός ά, ον) 1. βαμμένος, κηλιδωμένος ή μολυσμένος με αίμα 2. (γενικά) βρόμικος, λερωμένος, ακάθαρτος, ρυπαρός 3. (με ηθική σημ.) αισχρός, αχρείος 4. βέβηλος, ανίερος, ανόσιος («και οι μιαροί κατασκορπιούνται πάντα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»