Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μην-ίσκος

См. также в других словарях:

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • ηνίσκος — ἡνίσκος, ὁ (Α) μικρό δερμάτινο λουρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + υποκορ. κατάλ. ίσκος, πρβλ. μην ίσκος, πυργ ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • θυλακίσκος — θυλακίσκος, ὁ (Α) 1. καλάθι ψωμιού, σακούλι 2. θυλάκιο, μικρός σάκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. μην ίσκος, οβελ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • ιππίσκος — ἱππίσκος ὁ (Α) (υποκορ. τού ίππος) 1. μικρό άγαλμα ίππου 2. στολίδι τού κεφαλιού 3. ως κύριο όν. Ἱππίσκος τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. μην ίσκος, πυργ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • καλαμίσκος — ό (AM καλαμίσκος) (υποκορ. τού κάλαμος*) λεπτό καλάμι που χρησιμεύει ως σωλήνας μσν. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση τών μαλλιών και είδος κοσμήματος, καρφοβελόνας, για τα μαλλιά αρχ. βραχίονας ή κλάδος λυχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος… …   Dictionary of Greek

  • παιδίσκος — παιδίσκος, ὁ (Α) μικρό παιδί ή μικρός γιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + επίθημα ίσκος (πρβλ. μην ίσκος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»