-
1 μερίτης
μερίτης, ὁ, Theilnehmer; μερίτας ὠφελείας τινὸς ποιεῖν, dem κοινωνεῖν entsprechend, an einem Vortheile Theil nehmen lassen, Dem. 32, 25; Alciphr. 3, 46; τινί τινος, Pol. 8, 31, 6.
-
2 μεριτης
(τινός Dem.)
μ. τινί τινος Polyb. — участвующий с кем-л. в чем-л. -
3 μερίτης
μερίτης, ὁ, Teilnehmer; μερίτας ὠφελείας τινὸς ποιεῖν, dem κοινωνεῖν entsprechend, an einem Vorteile Teil nehmen lassen -
4 μερίτης
μερί̱της, μερίτηςpartaker: masc nom sg -
5 μερίτης
A partaker, sharer,τῆς ὠφελείας D.32.25
, cf.Plb.4.29.6, Them.Or.5.71b, al.; τινί τινος with one in a thing, Plb.13.8.2: in pl., joint-owners, IG2.1058.8 [suff] μερῑτ-ικός, ή, όν, of a μερίτης, Lyd.Mag.3.70, Just.Nov.123.16 Intr.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μερίτης
-
6 μερίτας
μερί̱τᾱς, μερίτηςpartaker: masc acc plμερί̱τᾱς, μερίτηςpartaker: masc nom sg (epic doric aeolic) -
7 μερίται
-
8 μερῖται
-
9 μερίταις
μερί̱ταις, μερίτηςpartaker: masc dat pl -
10 μερίτην
μερί̱την, μερίτηςpartaker: masc acc sg (attic epic ionic) -
11 τεταρτομερίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεταρτομερίτης
-
12 μέρος
Grammatical information: n.Compounds: Rarely as 1. element, e.g. μερ-άρχης m. `distributing official' (Att. inscr.), `commander of a military division' (hell.), very often as 2. part, e.g. πολυ-μερής `consisting of many parts' (Ti. Locr., Arist.).Derivatives: (s. also on μερίζω below) μερίς, - ίδος f. `part, distribution, contribution, plot of ground, district, class' (Att., hell.; on the meaning as against μέρος Chantraine Form. 345) with μερίδ-ιον (Arr.); as 1. member a. o. in μεριδ-άρχης m. `governor of a district' (pap., LXX). -- From μέρος also: μερίτης m. `participant' (D., Plb.; Fraenkel Nom. ag. 2, 211, Redard 43) with μεριτικός `belonging to the με-ρίτης' (Lyd.), ( συμ-)μεριτεύω, - ομαι `distribute(among themselves)' (LXX, pap.), with μεριτεία `distribution of property' (pap.); μερικός `concerning the part, individual, special' (Aristipp. ap. D. L.) with - κεύω `consider as individual' (Steph. in Rh., Eust.); μερόεν μεριστικόν H.; μέρεια or - εία in ἐν τᾶι μερείᾱι (Tab. Heracl.; cf. Schwyzer 469). -- Denomin. (first from μέρος, but also from μερίς): μερίζω, Dor. - ίσδω, also mith prefix as ἐπι-, δια-, κατα-, `distribute', midd. `dictribute among one another, drive apart' (IA., Theoc., Bion) with ( ἐπι-, κατα-) μερισμός `dictribution' (Pl., Arist.), μέρισμα `part' (Orph.), κατα-, ἀνα-μέρισις `distribution' (Epicur.), ( συμ-)μεριστής `distributor' resp. `fellow-heir' (Ev. Luc., pap.), f. - ίστρια (sch.).Etymology: Verbal noun to μείρομαι `take one's share' (s. v.), perf. ἔμμορε `participate'; a supposition on νέμος (connected with νέμω `distribute') as example by Porzig Satzinhalte 264; the neutral σ-stems with ε-vowel were in general very productive (Schwyzer 512).Page in Frisk: 2,212Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέρος
См. также в других словарях:
μερίτης — μερίτης, ὁ (ΑM, Μ θηλ. μερῑτις) 1. αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, που συμμετέχει σε κάτι, μέτοχος («τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιήσας μερίτας», Δημοσθ.) 2. φρ. «μερίτης γίγνομαί τινι» συμμετέχω με κάποιον σε κάτι, γίνομαι συμμέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μερίτης — μερί̱της , μερίτης partaker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερῖται — μερίτης partaker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερίτας — μερί̱τᾱς , μερίτης partaker masc acc pl μερί̱τᾱς , μερίτης partaker masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τούρκος — ο, θηλ. Τούρκα και Τούρκισσα, Ν 1. αυτός που έχει τουρκική καταγωγή, που ανήκει στο τουρκικό έθνος 2. (κατ επέκτ.) μωαμεθανός («γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν αλλάξεις;») 3. μτφ. α) σκληρός και άσπλαχνος άνθρωπος β) πολύ θυμωμένος,… … Dictionary of Greek
ημισυμερίτης — ἡμισυμερίτης, ο (Μ) ο συμμέτοχος αποικίας, ημισειαστής*, μορτίτης*, καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τής σοδειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + μερίτης «αυτός που μετέχει σε κάτι» (< μέρος)] … Dictionary of Greek
μεριτεύομαι — (Α) [μερίτης] μοιράζομαι κάτι με άλλους … Dictionary of Greek
μεριτικός — μεριτικός, ή, όν (ΑM) [μερίτης] μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεριτικά τα μερίδια, τα μερτικά αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μερίτη … Dictionary of Greek
μερτικό — και μερδικό, το (Μ μερτικό[ν] και μερδικό[ν] και ἐμερτικόν και μεριδικόν) 1. αυτό που αναλογεί σε κάποιον από μοιρασιά ή κληρονομιά, μερίδιο («πήρε το μερτικό του από την κληρονομιά και τό πούλησε σε ξένους») 2. ίση ή ανάλογη μερίδα, τμήμα,… … Dictionary of Greek
μερτικός — μερτικός, ή, όν (Μ) λιγοστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεριτ ικός (< μερίτης) με αποβολή τού ι (βλ. λ. μερτικό)] … Dictionary of Greek
συμμερίτης — ὁ, ΜΑ συμμεριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μερίτης «μέτοχος, συμμέτοχος»] … Dictionary of Greek