-
1 μερίτης
A partaker, sharer,τῆς ὠφελείας D.32.25
, cf.Plb.4.29.6, Them.Or.5.71b, al.; τινί τινος with one in a thing, Plb.13.8.2: in pl., joint-owners, IG2.1058.8 [suff] μερῑτ-ικός, ή, όν, of a μερίτης, Lyd.Mag.3.70, Just.Nov.123.16 Intr.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μερίτης
-
2 μεριτεία
μερῑτ-εία, ἡ,II = μεριδαρχία, Hsch., Phot. (ubi μεριτία).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεριτεία
-
3 μεριτεύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεριτεύομαι
См. также в других словарях:
Σίνγκερ, Ισαάκ Μέριτ — (Singer). Αμερικανός εφευρέτης (1811 1875). Εργάστηκε αρχικά σε μηχανουργεία, κυρίως στη Βοστώνη και το Λόκπορτ. Το 1839 εφεύρε ένα τρυπάνι και το 1851 τελειοποίησε στη Βοστώνη τη ραπτομηχανή. Δυο χρόνια αργότερα ίδρυσε στη Νέα Υόρκη εργοστάσιο… … Dictionary of Greek
μερτικός — μερτικός, ή, όν (Μ) λιγοστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεριτ ικός (< μερίτης) με αποβολή τού ι (βλ. λ. μερτικό)] … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek