-
1 μερίτης
A partaker, sharer,τῆς ὠφελείας D.32.25
, cf.Plb.4.29.6, Them.Or.5.71b, al.; τινί τινος with one in a thing, Plb.13.8.2: in pl., joint-owners, IG2.1058.8 [suff] μερῑτ-ικός, ή, όν, of a μερίτης, Lyd.Mag.3.70, Just.Nov.123.16 Intr.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μερίτης
См. также в других словарях:
μερτικός — μερτικός, ή, όν (Μ) λιγοστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεριτ ικός (< μερίτης) με αποβολή τού ι (βλ. λ. μερτικό)] … Dictionary of Greek