-
1 μεμαυία
-
2 μεμαυῖα
-
3 μέμονα
A mṇ-), cogn. with μένος (cf. Il.5.135, 136), μαίνομαι: [ per.] 1sg.μέμονα Il.5.482
; [ per.] 2sg.μέμονας 9.247
, al.; [ per.] 3sg. μέμονε, μέμονεν, 12.304, 18.176, al.; [ per.] 2 dualμέμᾰτον 8.413
; [ per.] 1pl.μέμᾰμεν 9.641
; [ per.] 2pl.μέμᾰτε 7.160
; [ per.] 3pl.μεμάᾱσι 10.208
, 236, al.; [ per.] 3sg. imper. μεμάτω [ᾰ] 20.355; inf.μεμονέναι Hdt. 6.84
;μεμάμεν Hsch.
: [tense] plpf. [ per.] 3sg. μεμόνει prob. cj. in Theoc.25.64 (μέμοινε, μέμαεν codd.); [ per.] 3pl.μέμᾰσαν Il.13.337
: mostly in [tense] pf. part.μεμᾰώς 5.301
, al. ( μεμᾱώς nom. sg. masc. only Il. 16.754); which in [dialect] Ep. and Lyr. retains ω in oblique cases, μεμᾰῶτος, μεμᾰῶτες, exc. where we have μεμᾱότες, μεμᾱότε [ā metri gr.], Il.2.818, 13.197; fem.μεμᾰυῖα 4.440
, al. ( μεμᾱότας is dub. l. in Pi.O.1.89):— to be furiously or very eager, c. [tense] pres. inf.,λάβε φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μεμαώς Il.18.156
; μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν ib. 176;μέμονέν τε μάχεσθαι Od.20.15
;μέμασαν δὲ μάχεσθαι Il.13.135
;ἀλεξέμεναι μεμαῶτα 1.590
;ἐρεσσέμεναι μεμαῶτες 9.361
;θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι ἔσχον Od.4.351
;τοῦ.. μεμάασιν ἀκουέμεν ὁππότ' ἀείδῃ 17.520
; μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι we would fain be, Il.9.641: c. [tense] aor. inf.,ἀποκτάμεναι μεμάασιν 20.165
; ;διαπραθέειν μεμαῶτες 9.532
;γούνων ἅψασθαι μεμαώς 21.65
;ἐξελθεῖν μεμαῶτα 22.413
; ;ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες Pi.N.1.43
: inf. omitted, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοί (sc. ἕταροί σοι γενέσθαι) Il.10.236: abs., rage, (lyr.); γαστέρα.. μεμαυῖαν ravenous, Od.17.286; βῆ μεμαώς he strode on eagerly, Il.10.339;ἕλκ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς 11.239
;ἆλτ' ἐπί οἱ μεμαώς 21.174
, cf. 22.326; ἐν πέτρᾳ μεμαώς, of a fisher, expectant, Theoc. 21.42: with Adv. of direction, πῇ μέματον; whither so fast? Il.8.413; πῇ μεμαυῖα κατ' Οὐλύμπου τόδ' ἱκάνεις; 14.298; πρόσσω μεμαυῖαι pressing forward, 11.615;ἀντικρὺ μεμαώς 13.137
;ἰθὺς μεμαῶτι 22.284
: so c. dat. instrum.,μεμαότες ἐγχείῃσι 2.818
.2 to be minded, purpose, intend: c. [tense] pres. inf., οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι has no mind to be chased, Il.12.304; ἀλλ' ἄνα, εἰ μέμονάς γε καὶ ὀψέ περ υἷας Ἀχαιῶν τειρομένους ἐρύεσθαι (perh. [tense] fut. inf.) 9.247; ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον; 24.657;ἢ καταλείψουσιν.. ἦε μένειν μεμάᾱσι 22.384
, cf. 10.208, 409, Od.5.375: c.[tense] aor. inf., πῇ τ' ἂρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον; Il.13.307;εἰ.. μέματον καταδῦναι ὅμιλον 10.433
: c. [tense] fut. inf., sts. with sense of hoping, expecting, presuming, πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας, κύον ἀδεές, ἀντἴ ἐμεῖο στήσεσθαι; 21.481; ἀλλ' ἄγε, πῶς μέμονας πόλεμον καταπαυσέμεν ἀνδρῶν; 7.36, cf. 2.543, 12.197, 200, 218; οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν εὐρυάγυιαν καλλείψειν (ἐκπέρσειν Zenod.
); 14.88, cf. 15.105;μέμονέν τε μάλιστα μητέρ' ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν Od.15.521
;σίτῳ ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες 24.395
: c. acc. cogn., μέμονεν δ' ὅ γε ἶσα θεοῖσι deems himself a match for.., Il.21.315; τί μέμονας; what wishest thou ? A.Th. 686 (lyr.): c. gen.,μεμαυἶ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Il.5.732
; μεμαότε θούριδος ἀλκῆς mindful of.., 13.197 (cf.μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς 5.718
);ἦ τινα καὶ Δαναῶν, ἀλκῆς μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι 17.181
(unless ἀλκῆς goes only with σχήσω), cf. 9.655, 20.256, Od.22.172: abs.,διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονε Il.16.435
;δίδυμα μέμονε φρήν E.IT 655
(lyr.). -
4 πάρος
πάρος, poet. Particle:A Adv.,I of Time, aforetime, formerly,π. μεμαυῖα Il.4.73
, etc.;κάρη π. χαρίεν 22.403
;οὐ γὰρ ἐμὴ ἲς ἔσθ' οἵη π. ἔσκεν 11.669
, cf. Od.2.119, etc.; opp. νῦν, 6.325, etc. ;π. γε Il.17.270
, etc. ;π. περ Od.5.82
, etc.: with the Art., τὸ π. γε, to\ p. per, Il.19.42, 23.480, etc. ; once in Hdt., καὶ π. 9.2 ; never in [dialect] Att. Prose (rarely later, PPetr.2p.22 (iii B.C.), POxy.1121.36 (iii A. D.) , but freq. in Trag., θεοὶ οἱ π. A.Pr. 406 (lyr.);τά τε π. τά τ' εἰσέπειτα S.Aj.34
;ἐν τῷ π. χρόνῳ Id.El. 1445
, etc.2 with [tense] pres., up to now, hitherto,οἳ τὸ π. περ ζαχρηεῖς τελέθουσι Il.12.346
;οἷος π. εὔχεαι εἶναι 4.264
;π. γε μὲν οὔ τι θαμίζεις Od.5.88
, cf. 4.810, Il.1.553.3 as Conj. like πρίν, before, c. [tense] aor. inf.,πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι 6.348
;πάρος ἢν γαῖαν ἱκέσθαι Od.1.21
, cf. 8.376, etc.: rarely with [tense] pres.,πάρος δόρποιο μέδεσθαι Il.18.245
.4 with neg., as antec. to πρίν γε, π. δ' οὐκ ἔσσεται ἄλλως, πρίν γε .. not until, 5.218, cf. Od.2.127.5 before the time, too soon, τί π. λαβρεύεαι ; Il.23.474.II rarely of Place, first, σοὶ βαδιστέον π. S.El. 1502.B Prep., poet. for πρό,I of Place, before, once in Hom., Τυδεΐδαο π. Il.8.254 ; δωμάτων π. S.Aj.73, E.Hec. 1049, Ph. 1271 ; δόμων π. Id.Or. 112, 1217 ;τῶν σῶν π. πίτνουσα γονάτων Id.Andr. 572
.II of Time, θανεῖν πάρος τέκνων ib. 1208. -
5 μέμαα
μέμαα, perf. w. pres. signif., du. μέματον, pl. μέμαμεν, μέματε, μεμάᾶσι, imp. μεμάτω, part. μεμα̌̄ώς, μεμαυῖα, μεμαῶτος, μεμᾶότες, μεμᾶότε, plup. μέμασαν: be eagerly desirous, press on hotly, go impetuously at; ἐπί τινι, Θ 32, Il. 22.326, abs. Il. 21.174; foll. by inf., even the fut., Il. 2.544, Od. 24.395; freq. the part., as adj. (or adv.), hotly desirous or eager.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μέμαα
См. также в других словарях:
μεμαυῖα — μεμᾱυῖα , μέμαα perf part act fem nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)