-
1 μεγαλοπρεπείς
μεγαλοπρεπήςbefitting a great man: masc /fem acc plμεγαλοπρεπήςbefitting a great man: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 μεγαλοπρεπεῖς
μεγαλοπρεπήςbefitting a great man: masc /fem acc plμεγαλοπρεπήςbefitting a great man: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
3 μεγαλο-πρεπής
μεγαλο-πρεπής, ές, ein großer Mann, anständig, von großen u. edlen Gesinnungen, bes. in Verwendung seines Vermögens anständigen Aufwand machend, freigebig u. prachtliebend, νεανικοὶ καὶ μ. τὰς διανοίας Plat. Rep. VI, 503 c u. A.; auch von Sachen, prächtig, großartig, ἔδωκε αὐταῖς δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Her. 6, 122; ταφῆς καλῆς τε καὶ μεγαλοπρεποῦς τυγχάνει Plat. Menex. 234 c; καλοὶ λόγοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς Conv. 210 d; Prot. 338 a u. öfter; λέξις, Arist. rhet. 3, 12; – τὸ μεγαλοπρεπές, Isocr. 1, 27; Plat. Legg. VII, 795 e. Vgl. bes. Arist. Eth. 4, 2; – μεγαλοπρεπῶς, Plat. oft u. Folgde; μ. χρήσασϑαί τινι, Pol. 5, 70, 10.
-
4 νεᾱνικός
νεᾱνικός, jugendlich, kraftvoll, tüchtig; φόβος ν., Eur. Hipp. 1204; Plat. Rep. X, 606 c; πάνυ γὰρ νεανικῶς τῷ ἀνδρὶ βεβοήϑηκας, Theaet. 168 c; auch von Dingen, ἀγών, lebhafter Kampf, Pol. 10, 31, 2; ἀκροβολισμός, 3, 101, 7; πρᾶξιν ἔχων νεανικήν, 22, 12, 11, tüchtig im Handeln; auch τραύματα, Plut. Alex. 58; λοπάς, groß, Alexis Ath. IV, 170 c. – Häufig im tadelnden Sinne, muthwillig, übermüthig, ἢ σοῦ τις νεανικώτερος, Plat. Gorg. 508 d; aber auch im guten Sinne, schön, trefflich, αὕτη ἡ ἀρχὴ οὕτωσι καλὴ καὶ νεανική, Rep. VIII, 563 e; νεανικοί τε καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας, VI, 503 c, u. sonst.
-
5 διά-νοια
διά-νοια (auch διανοία, bei alten Dichtern. nach Ael. Dion. bei Eust.), ἡ, 1) das Nachdenken, die Denkkraft, der Verstand, Geist, im Ggstz von σῶμα, Plat. Tim. 88 a Theaet. 173 e Rep. II, 371 d; ὁ τῆς διανοίας λογισμός, Phaed. 79 a; vgl. Xen. Mem. 3, 12, 6. 4, 8, 1. Bei Isocr. 4, 50, Ἕλλην ὄνομα τῆς διανοίας, οὐ τοῦ γένους, steht nachher dafür παίδευσις. – Denkart, Ge sin nung, ὁ ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτὴν διάλογος, nach Plat. Soph. 263 e; ὤλοντ' ἀσεβεῖ διανοίᾳ Aesch. Spt. 831; νεανικοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Plat. Rep. VI, 503 c; Xen. Apol. 2. – 2) Vorhaben, Entschluß; Her. 8, 97; Thuc. oft, διάνοιαν ἔχειν, sequ. inf., = διανοοῦμαι, 5, 9; ἦν αὐτῶν ἡ δ. κακώσειν 4, 58; πρὸς τῷ φιλεῖν τὴν διάνοιαν ἔχων Anaxipp. Ath. IX, 404 (v. 37); – das Gedachte, der Gedanke, auch plur.; πολλαὶ καὶ καλαὶ διάνοιαι περὶ Ὁμήρου Plat. Ion 530 d; τὴν διάνοιαν ἔχειν ἐπί τινι, auf etwas bedacht sein, Isocr. 5, 14. Ggstz λόγος, 4, 130. – 3) Sinn, Bedeutung eines Wortes; ὀνομάτων, Plat. Crat. 418 a; Critia. 113 a; Lys. 10, 7. Vgl. noch Arist. poet. 6 de anim. 3, 10 metaphys. 5, 1.
-
6 μεγαλοπρεπης
21) великолепный, пышный, роскошный(δεῖπνον Her.; ταφή Plat.; ἵππος Xen.)
; роскошный, щедрый(δωρεά Her.)
2) пышный, блестящий(λόγοι Plat.; δόξα NT.)
νεανικοὴ καὴ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Plat. — полные юношеского пыла -
7 νεανικός
1 fresh, active, vigorous, fine,νεανικώτατε Id.Eq. 611
; κρέας ν. a fine large piece, Id.Pl. 1137;λοπάς Alex.188.2
; of trees, Thphr.HP5.1.11 ([comp] Comp.); more splendid,Pl.
R. 363c.2 high-spirited, impetuous, gay, τὸ νεανικώτατον the most dashing feat, Ar.V. 1205;ἀρχὴ καλὴ καὶ ν. Pl.R. 563e
;γενναῖον καὶ ν. ἔρωτα Id.Ly. 204e
;ν. τε καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Id.R. 503c
;μέγα καὶ ν. φρόνημα D.3.32
;οὐ γὰρ ἡγεῖτο λαμπρὸν οὐδὲ ν. Id.21.131
, cf. 201.3 in bad sense, headstrong, insolent,τὸ ν. τοῦ λόγου Pl.Grg. 508d
; ἢ σοῦ τις -ώτερος ib. 509a;δημοκρατία ἡ -ωτάτη Arist.Pol. 1296a4
.4 of things, vehement, mighty,ψῦξις -ωτάτη Hp.VM16
;αἱμορραγία Id.Prorrh. 1.134
; ;βούλευμα Id.Fr.185.6
: freq. in later Prose,ἐπιθυμία ν. Arist.EN 1148a21
; ; νόσημα ib. 602b29;χειμών Thphr.Ign.17
.II Adv. - κῶς in a youthful manner,ἐστείλαμεν ἑαυτοὺς ν. X.Eph.5.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεανικός
См. также в других словарях:
μεγαλοπρεπεῖς — μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/fem acc pl μεγαλοπρεπής befitting a great man masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
Ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… … Dictionary of Greek
αντιβασιλεία — Η άσκηση της βασιλικής εξουσίας από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που αντικαθιστούν τον βασιλιά στις εξής περιπτώσεις: όταν είναι ανήλικος, όταν εξαιτίας μακρόχρονης αρρώστιας δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του ή όταν δεν υπάρχει διάδοχος του… … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
δάφνι — Μοναστήρι χτισμένο δίπλα στην αρχαία Ιερά Οδό που οδηγούσε στην Ελευσίνα, περίφημο για την εκκλησία με τα ψηφιδωτά της. Από το παλαιοχριστιανικό μοναστήρι, που είχε επιβλητικές διαστάσεις, σώζεται ένα μέρος του περιβόλου, τα θεμέλια των δύο… … Dictionary of Greek
δίπτερος — I (dipterus). Γένος ψαριών της δεβονίου περιόδου του παλαιοζωικού αιώνα, το οποίο σήμερα έχει εκλείψει. Ανήκε στην οικογένεια των διπτεριδών. Απολιθώματά του έχουν βρεθεί στα δεβόνια στρώματα των πολιτειών Πενσιλβάνια, Μοντάνα και Αϊόβα των ΗΠΑ,… … Dictionary of Greek