-
1 κατακρεουργεω
разрубать словно мясоἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας Her. — он оказывал вооруженное сопротивление, пока весь не был изрублен в куски
-
2 μαχειομενος
-
3 μαχεουμενος
-
4 χωρα
ион. χώρη ἥ1) пространствоἐν χώρᾳ κινεῖσθαι Plat. — двигаться в пространстве;
ἐν μεγέθει τέν διαφορὰν εἶναι τοῦ τε τόπου καὴ τῆς χώρας Sext. — (некоторые утверждают), что разница между местом и пространством - в размерах2) промежуток, расстояниеχ. μεσσεγύς Hom. — средний промежуток, интервал
3) место, местоположениеἂψ ἐνὴ χώρῃ ἕζετο Hom. — он снова сел на (свое) место;
οὐ μιᾷ χώρᾳ χρῆσθαι Xen. — не оставаться на одном месте;χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλειν Plat. — перемещаться4) воен. позиция5) воен. назначенное место, постἐπεὴ ἐν ταῖς χώραις ἕκαστοι ἐγένοντο Xen. — когда все заняли свои места6) общественное положение, должность, постχώραν ἔντιμον ἔχειν Xen. — занимать почетное положение;
ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ εἶναι Xen. — находиться на положении рабов;ἐν οὐδεμίᾳ χώρᾳ εἶναι Xen. — не иметь никакой власти, не играть никакой роли;οἱ τὰς μεγίστας χώρας ἔχοντες ἐν τοῖς μισθοφόροις Polyb. — главные начальники наемных войск7) область, край, страна(κατάλεξον, ἅστινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων Hom.)
ἐπὴ χώρας εἶναι Xen. — быть в (своей) стране;ὅ σατραπεύων τῆς χώρας Xen. — сатрап (данной) области;ἥ χ. ἥ Ἀττική Her. — Аттика;Ἑλλὰς χ. Aesch. — Эллада8) земельная собственность, земля, поместьеἥ χώρας γεωργία Plat. — землеобработка9) деревня (в собир. знач.)τὰ ἐκ τῆς χώρας ἐσκομίζεσθαι Thuc. — свозить (в город) сельскохозяйственные продукты;
ὅ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος Xen. — получаемый из деревни хлеб
См. также в других словарях:
μαχόμενος — μάχομαι fight pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιπποδάμας — Ἱπποδάμας, αντος, ὁ (Α) 1. γιος τού Αχελώου και τής Περιμήδης, αδελφός τού Ορέστη και πατέρας τής Ευρύτης 2. ένας από τους γιους τού Πριάμου 3. Αθηναίος στρατηγός που έπεσε μαχόμενος το 459 π.Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δάμας (< δάμνημι), πρβλ … Dictionary of Greek
αδιάμαχος — η, ο [διαμάχη] 1. (για τόπο ή χώρα) αυτός από τον οποίο δεν πέρασε μαχόμενος στρατός, ο ουδέτερος 2. αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος … Dictionary of Greek
αερομάχος — ο 1. είδος γερακιού 2. (για πρόσωπα) αερολόγος, αεροκόπος 3. μαχητής στον αέρα, μαχόμενος με ή σε αεροπλάνο, αυτός που συμμετέχει σε αερομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + μάχος < μάχομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αερομαχία, αερομαχώ] … Dictionary of Greek
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
ιππηλάτης — ο (ΑΜ ἱππηλάτης και ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.) νεοελλ. ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ || (μσν. αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή άρμα αρχ. 1. ο μαχόμενος έφιππος ή πάνω σε άρμα,… … Dictionary of Greek
κατακρεουργώ — (AM κατακρεουργῶ, έω, ιων. τ. κατακρεοργέω) φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῡτο ἀντεῑχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.) νεοελλ. (σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο) εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια,… … Dictionary of Greek
μαχομένως — (Α) με τρόπο πολεμικό, αγωνιστικά, εριστικά («ψευδῶς ἢ μαχομένως εἴρηται», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από μαχόμενος, μτχ. τού μάχομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
μορνάμενος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαχόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τού μαρνάμενος, μτχ. τού μάρναμαι*] … Dictionary of Greek
προκινδυνεύω — ΝΑ [κινδυνεύω] αγωνίζομαι για κάτι αψηφώντας τον κίνδυνο (α. «πολίτου δ ἁγαθοῡ νομίζω προκινδυνεύειν ἐθέλειν τοῡ πλήθους», Ανδοκ. β. «προκινδυνεύειν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας», Λυσ.) αρχ. 1. εκτίθεμαι σε κίνδυνο αγωνιζόμενος στην πρώτη γραμμή τής μάχης … Dictionary of Greek
προμάχομαι — Α [μάχομαι] 1. προμαχίζω* 2. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι μαχόμενος … Dictionary of Greek