Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαρνάμενος

См. также в других словарях:

  • μαρνάμενος — μάρναμαι fight pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PERICLYMENUS — Nelei fil. frater Nestoris et Chronii, Homer. 2. Od. Cui a Neptuno avo concessum erat, ut in quas visum esset formas se posset transformare. Testatur hoc Euphorion, in his. Περικλύμενον τ᾿ ἀγέρωχον Ο῎λβιον, ᾧ πόρε δῶρα Ποσειδάων Ε᾿νοσίχθων Παντȏι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μορνάμενος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαχόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τού μαρνάμενος, μτχ. τού μάρναμαι*] …   Dictionary of Greek

  • όαρ — ὄαρ, ὄαρος, ἡ (Α) 1. η γυναίκα ως σύντροφος, η σύζυγος («ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεροίων», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄαρας γάμους, οἱ δὲ γυναῑκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λέξης, απόψεις από τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»