-
1 μητράς
-
2 μητρᾶς
-
3 μήτρας
μήτρᾱς, μήτραwomb: fem acc plμήτρᾱς, μήτραwomb: fem gen sg (attic doric ionic aeolic)——————μήτραις, μήτραwomb: fem dat pl -
4 μήτρᾳς
Βλ. λ. μήτρας -
5 μήτρα
A womb, Hp.Prorrh.2.24, Hdt.3.108 (dub.l.), Pl.Ti. 91d, etc.: also in pl., Hp.Loc.Hom.47, Vict.1.30, Hdt. l.c.: the cervix including the orifice of the womb, Arist.HA 510b14.2 a swine's matrix, reckoned a great dainty,μήτρας τόμοις Telecl.1.14
;μήτραν.. πωλοῦσιν, ἥδιστον κρέας Antiph.220
;ὑπὲρ μήτρας.. ἀποθανεῖν Alex.193
, cf. Plu.2.733e, Ath.3.96f.3 metaph., source, origin, D.L.7.46;μῆτραι τῆς ψυχῆς Ph.1.441
.II core, heart-wood of trees, Thphr.HP1.6.1.------------------------------------μήτρα (B), ἡ, in pl.,A register of house-property, at Tarsus and Soli, Arist. in POxy.1802.58; sg., = κλῆρος, at Tarsus and Soli, Clitarch. ap.Hsch. (Cf. Skt. mātrā 'measure' and ἐρεσιμήτρη.) -
6 εὐκρινής
A well-separated, X.Eq.Mag.3.3; well-opened, στόματα (sc. τῆς μήτρας) Hp.Mul.1.17 (s. v.l., cf. 111).II distinct, clear, τῆμος δ' εὐκρινέες τ' αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων then the winds are regular, steady, Hes.Op. 670;ἡ διάγνωσις εὐ. γενήσεται Is.10.2
; οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν there is no clear discernment, Arist.Pr. 903a17. Adv. -νῶς, ἔχειν Pl. Sph. 242c
;εὐκρινέστερον ἰδεῖν Id.R. 564c
; οὐκ εὐκρινῶς εἴτε.. εἴτε .. without distinction, Str.16.4.20, cf. 6.1.11.2 of literary style, pellucid, opp. ἀμφίβολον, Phld.Po.1676.8; τὸ καθαρὸν καὶ εὐ. Hermog. Id.1.1; of authors, such as Critias and Xenophon, ib.2.11, 12.III well-arranged, in good order, Hp.Mul.1.17 (if σώματα be read);πάντα.. εὐκρινέα ποιέεσθαι Hdt.9.42
. Adv. -νῶς, κεῖσθαι X. Oec.8.19
.2 of bandages, simple, not creased, Hp.Off.10, cf. Gal. 18(2).776. Adv. - νῶς ib.725; [dialect] Ion. -νέως Hp.Off.3
.IV having had a favourable crisis, convalescent,σωμάτιον Isoc.Ep.4.11
, cf. Hsch.; but, indicating a good crisis, favourable, of symptoms, Hp.Coac. 604, Antyll. ap. Orib.9.4.2: metaph., Men.Pk. 163.2 ofillnesses, easily brought to a crisis, Hp.Aph.3.8, Epid.2.1.5 ([comp] Sup.).3 = νεκρός, Hsch.: [dialect] Att. use, acc. to EM392.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκρινής
-
7 νέκρωσις
A mortification, Aret.SA2.10, Gal.18(1).156;μήτρας Ep.Rom.4.19
: metaph.,νεκροὺς ὁρῶν νέκρωσιν ἕξεις πραγμάτων Astramps.Onir.p.6R.
II death,τὴν ν. τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες 2 Ep.Cor.4.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νέκρωσις
-
8 παρασπασμός
παρα-σπασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασπασμός
-
9 στροφόομαι
Aστρόφος 11
) have the colic, Dsc.1.30, Arr.Epict. 4.9.4, Gal.6.462; εἰλεωδῶς στροφουμένης τῆς μήτρας prob. in Sor.2.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφόομαι
-
10 συλλογίζομαι
A- ελογισάμην Pl.R. 618d
, al.; rarely - ελογίσθην ib. 531d: [tense] pf. - λελόγισμαι (v. infr.):—compute, reckon up,τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα Hdt.2.148
;ἕτερα σ. πρὸς τὸ κεφάλαιον Lys.32.22
;τὰς ἑορτὰς εἰς τὸν ἐνιαυτόν Pl.Lg. 799a
; ταῦτα πάντα ς. Id.Chrm. 160d; τὰ κατηγορημένα ἀπ' ἀρχῆς ς. recapitulate, D.19.177; τοὺς καιρούς, τὰς ὑποσχέσεις, ib.47;ἐκ τῶν εἰρημένων σ. καὶ συναγαγόντας τὸ κεφάλαιον Arist.Metaph. 1042a3
;μανθάνειν καὶ σ. τί ἕκαστον Id.Po. 1448b16
;τὰς χρείας Plb.1.44.1
;τὸ μέγεθος τοῦ τολμήματος Plu.Pomp. 60
;σ. ὅτι.. Pl.Lg. 670c
.II conclude from premisses, infer,τὰ συμβαίνοντα ἐκ τοῦ λόγου Id.Grg. 479c
, al.; σ. τί συμβαίνει ἐκ τῶν ὡμολογημένων ib. 498e;σ. περί τινος, ὅτι.. Id.R. 516b
;σ. περὶ [τῆς μήτρας], ὡς.. διαστελλομένης Gal.15.694
;σ. ἐξ αὐτῶν ποῖός τις.. Pl. R. 365a
;σ. ὀρθῶς τίνος εἵνεκα ἔπραττε D.18.172
;τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου Epicur.Nat.14.4
, cf. Phld.Rh.2.40S.: c. acc. et inf.,- σάμενος τὸ ἄλειμμα οὐκ ἄξιον ἔσεσθαι Inscr.Prien.112.57
(i B.C.);τὴν νόσον ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν ἥξειν Sor.Vit.Hippocr.7
;τὸ.. αἷμα μὴ σεσῆφθαι Gal. 18(2).108
.2 in the Logic of Aristotle, infer by way of syllogism, infer syllogistically, σ. τὸ A κατὰ τοῦ B, A of B, APr.40b30; τὸ.. ἄκρον τῷ μέσῳ ς. ib.68b16;τινὰ ἔκ τινων Rh.1357a8
; σ. ὑπάρχειν τὸ Α τῷ B APo.79b30: [tense] pf. in pass. sense, οὗτος ὁ λόγος οὐ συλλελόγισται is not syllogistic, APr.42a39; συλλελογισμένα syllogistically concluded, opp. ἀσυλλόγιστα, Rh.1357a8.3 συλλελογισμένον ἦν αὐτῷ μὴ πρότερον ἐγχειρεῖν ἕως.. he had planned not to.., Plb.14.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συλλογίζομαι
-
11 συνεκβάλλω
A cast out along with,τῷ τέκνῳ τὰς μήτρας Hdt.3.108
;τὸ πνεῦμα μετὰ τῶν φθόγγων Arist.Aud. 804b9
; of the effects of sneezing, Gal.2.883, Aët.6.97.2 assist in casting out or expelling, X.HG3.2.13, 6.5.33; Περίανδρον τοῖς ἐπιθεμένοις Periander with the help of the other assailants, Arist.Pol. 1304a32.II intr. of a river, discharge itself together, Ael.NA14.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεκβάλλω
-
12 συστολή
A drawing together, drawing up, contraction, σ. εἰς αὑτάς (of souls in pain) Plu.2.564b; [τὴν ψυχὴν] ποτὲ μὲν εἰς ἡδονὰς καὶ διαχύσεις ἄγεσθαι, ποτὲ δὲ εἰς οἴκτους καὶ συστολάς Ptol. Harm.3.7
; λύπη ἐστὶν ἄλογος ς. Stoic.3.95, cf. Thphr.Fr.77, Zeno Stoic.1.51, Epicur.Fr. 410; esp. in Medic., a contraction of the heart or lungs, opp. διαστολή, Herophil. ap. Placit.4.22.3;σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ σ. καρδίας καὶ ἀρτηριῶν Gal.8.700
; of other organs, [ τῆς μήτρας] Sor.1.70b;συστολαί τινες ἀνειδεῖς εἰς ἄρθρα Alex.Trall. Verm.p.589
P., cf. Gal.18(2).128.4 Gramm., change of a long vowel into a short, e.g. ξερόν for ξηρόν, A.D.Synt.281.7;σ. Ἰωνικὴ ἢ ποιητική EM735.51
; also pronouncing as short a syllable that is strictly long, D.H.Comp.25, D.T.633.12, S.E.M.1.108.9 in fevers, remission, Alex.Trall.Febr.4; but also a chill, the cold stage of ague, Gal.7.428.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστολή
-
13 ταπεινότης
A lowness of position, etc.,ταπεινότητος εἵνεκα Hdt.4.22
;τ. τῆς χώρας D.S.1.31
;τῆς μήτρας Placit.5.14.2
.2 of condition, low estate, abasement, Th.7.75;εἰς τοσαύτην τ. καταστῆσαι Isoc.4.118
, cf. D.10.74, Men.531.12, LXX Si.13.20, Phld.D.1.11.4 in moral sense, baseness, vileness, Pl.Plt. 309a; joined with μικροψυχία, Arist.Rh. 1384a4.5 of style, meanness, Quint. Inst.8.3.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταπεινότης
-
14 τράχηλος
τράχηλος [pron. full] [ᾰ], ὁ, [dialect] Dor. [full] τράχᾱλος IG42(1).122.3, al. (Epid., iv B. C.): heterocl. pl.Aτράχηλα Call.Fr.98
(= Iamb.1.147):—neck, throat, Hdt.2.40, Hp.Aph.4.35, E.Cyc. 608 (lyr.), Sor.1.84, Gal.6.151, etc.; distd. fr. αὐχήν by Pl.Phdr. 253e ( τράχηλος being, acc. to Gp.19.2.3, the whole neck and throat, αὐχήν the back part of the neck in human beings, the upper part in animals; this difference is observed in Sor.Fasc.37 (cf. αὐχήν in 38,39,40,41), Adam.2.21; but αὐχήν in Hp.Prog.23 is glossed τράχηλος by Gal.18(2).264, cf. Ruf. Onom.66, Poll.2.130; in LXX, NT, and Pap. τ. is more freq. than αὐχήν); τ. σώματος χωρὶς τεμών E.Ba. 241
, cf. Supp. 716; ἀποτεμεῖν, ἀποκόψαι, Plu.Art.29, Flam.18, etc.;βρόχον δ' ἐνίαλλε τραχήλῳ Theoc.23.51
; ἐς τ. πεσεῖν break one's neck, E.Tr. 755; ἐπὶ τ. ὠθεῖν τινα thrust head-foremost, Luc.DMort.27.1, Merc.Cond.39;εἰς τ. Poll.2.135
;ἐπιπεσεῖν ἐπὶ τὸν τ. τινός LXX Ge.46.29
, Ev.Luc.15.20; ἐν βρόχῳ τὸν τ. ἔχων νομοθετεῖ with a halter round his neck, D.24.139; ἔδει σε ἐν τῷ σῷ τ. ἐμπαίζειν at the risk of your own neck, PTeb.758.2 (ii B. C.).2 neck of animals, of the horse, X.Eq.1.8; the hare, Id.Cyn.5.30; the camel, Plu.2.1125b, BGU469.6 (ii A. D.); the neck as a joint of meat, Plu.Demetr. 11; of a fowl, Gal.6.788.II of parts resembling the neck, e. g. upper part of the murex, Eub.66, Posidipp.14, cf. Arist.HA 547a16, Ath.3.87f; in the the narrow part of the abdomen,Arist.
HA 526a3; the neck of the grasshopper, ib. 556a2.2 neck of a vessel, BCH35.286 ([place name] Delos), Hero Spir.1.19, al.; of a gourd, Arist.HA 616a23; of parts of the body,τ. μήτρας Hp.Mul.2.169
, Poll.2.222;ὑστέρας Sor.1.7
; κύστεως ibid., Gal.UP14.9, Poll.2.171;καρδίας Placit.4.5.8
.3 middle part of a mast, Asclep.Myrl. ap. Ath.11.475a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τράχηλος
-
15 τυλόω
A make knobby:—[voice] Pass., ῥόπαλα τετυλωμένα σιδήρῳ clubs knobbed with iron, Hdt.7.63; of the outside of theκίτριον, σκληρὸν καὶ τετ. Gal.6.618
.II make callous,τυλοῖ τὸ στόμα [ὁ χαλινός] X.Eq.6.9
:—[voice] Pass., to be made hard or callous,τετυλωμένης τῆς μήτρας Orib.22.7.1
, cf. Sor.1.10, al.;μακέλᾳ τετυλωμένος ἔνδοθι χεῖρας Theoc.16.32
;τετυλωμένα βλέφαρα Dsc.5.99
.2 metaph.,τὴν χεῖρα καὶ τὴν ἀκοὴν πρὸς τὰ ἐξαρτήματα Iamb.VP26.118
, cf. Arr. Epict.2.18.9.—Cf. τυλωτός, and v. μυλόομαι. -
16 ἀναφυγή
II place of retreat, Plu.Aem.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφυγή
-
17 ἀνευρυσμός
ἀνευρ-υσμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνευρυσμός
-
18 ἐκκαθαίρω
1 with acc. of the thing cleansed, clear out,οὐρούς τ' ἐξεκάθαιρον Il.2.153
; τὴν κοιλίην Hdt.l.c.; μήτρας, ὀδόντας, Hp. Mul.1.88, Orib.Syn.5.25.3; χθόνα ἐκκαθαίρει κνωδάλων he clears this land of monsters, A.Supp. 264; τὸν βίον (i.e.the world) Luc.DDeor. 13.1; ἐ.τινά, ὥσπερ ἀνδριάντα, εἰς τὴν κρίσιν clear him of all roughness, polish him up, metaph. from the finishing touches of a sculptor, Pl.R. 361d;ἑαυτὸν ἀπό τινος 2 Ep.Ti.2.21
; ἐ.λογισμόν clear off an account, Plu.2.64f:—[voice] Pass., to be cleansed, purified,ἐκκεκαθαρμένοι τὰς ψυχάς X.Smp.1.4
, cf. Pl.R. 527d; to be cleared up, explained, Epicur.Ep.2p.36U.2 with acc. of the thing removed, clear away, Pl.Euthphr. 3a, cf. Arist.HA 625b34 ;τὸ τοιοῦτον ἐ. γένος Diph.32.17
; τὴν δωροδοκίαν ἐκ τῆς πόλεως Din.l.c.;κόπρον APl.4.92.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκαθαίρω
-
19 ἐμπνευμάτωσις
2 Medic., flatulence, Dsc.2.58 (pl.), Gal.UP4.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπνευμάτωσις
-
20 νέκρωσις
νέκρωσις, εως, ἡ (νεκρόω; Aretaeus p. 32, 16; Soranus p. 140, 3; Galen: CMG V/9, 2 p. 87, 10; 313, 16 ν. τοῦ σώματος; Porphyr., Abst. 4, 20 p. 262, 20 Nauck; Proclus on Pla., Rep. 2, 117, 16 Kr. of the trees in spring: ἐκτινάσσειν τὴν ν.; Photius, Bibl. 513, 36 οἱ γὰρ κόκκοι μετὰ τ. νέκρωσιν ἀναζῶσι).① death as process, death, putting to death, (Iren. 3, 18, 3 [Harv. II 97, 4]) lit. πάντοτε τ. νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες we always carry about in our body the putting to death of Jesus (of the constant danger of death in which the apostle lives because of his commitment to Jesus) 2 Cor 4:10.② cessation of a state or activity, deadness, mortification fig. ext. of 1 (cp. the definition of νεκρόω):ⓐ of the state of being unable to bear children because of passage through menopause ἡ ν. τῆς μήτρας Σάρρας the deadness of Sarah’s womb Ro 4:19.ⓑ of a state of ineffectual or useless living ἀποτίθεσθαι τὴν ν. τῆς ζωῆς τῆς προτέρας lay aside the deadness of their former life i.e. the dead life they formerly led (before baptism) Hs 9, 16, 2f. νέκρωσις τῆς καρδίας deadening Mk 3:5 D (cp. Epict. 1, 5, 4 ἀπονέκρωσις τῆς ψυχῆς).—DELG s.v. νεκρός. M-M. TW.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μητρᾶς — μητρᾶ̱ς , μητράζω take after one s mother fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτρας — μήτρᾱς , μήτρα womb fem acc pl μήτρᾱς , μήτρα womb fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτρᾳς — μήτραις , μήτρα womb fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδράνεια μήτρας — Αδυναμία της μήτρας να κάνει αρκετά ισχυρές συστολές στη διάρκεια του τοκετού, για να περάσει το έμβρυο από τον γεννητικό πόρο … Dictionary of Greek
ινομυώματα — Καλοήθεις όγκοι της μήτρας που αποτελούνται από τους δύο θεμελιώδεις ιστούς, τον συνδετικό και τον μυϊκό. Συνιστούν τους πιο συνηθισμένους όγκους του γεννητικού συστήματος. Ανάλογα με το μέγεθος και τη θέση του ι. προκαλούνται αυτόματες αποβολές … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek
γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… … Dictionary of Greek
ωοθήκη — Ο γεννητικός αδένας της γυναίκας. Υπάρχουν δύο ω. οι οποίες βρίσκονται στην ελάσσονα πύελο συμμετρικά τοποθετημένες στα πλάγια της μήτρας· στην ενήλικη γυναίκα η ω. έχει περίπου το σχήμα και το μέγεθος αμυγδάλου, μήκους 4 εκ., πλάτους 3 εκ. και… … Dictionary of Greek
εγκυμοσύνη — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται η γυναίκα που φέρει στον οργανισμό της ένα ή περισσότερα έμβρυα σε ανάπτυξη. Η ε. αρχίζει με τη γονιμοποίηση και τελειώνει με τον τοκετό. Η ε. αποκαλείται φυσιολογική ή ενδομήτρια, όταν το προϊόν της σύλληψης… … Dictionary of Greek