-
1 μέτρημα
-
2 μετρημα
-
3 μέτρημα
μέτρημαmeasured distance: neut nom /voc /acc sg -
4 μέτρημα
μέτρημα, τό, das Zugemessene; bes. das gewöhnliche Maß Getreide für die Soldaten; der Sold -
5 μέτρημα
τό1) обмер, измерение;εξαπατώ στο μέτρημα — обмеривать (при продаже);
2) подсчёт, счёт;3) приданое (в наличных деньгах) -
6 μέτρημα
[мэтрима] ουσ ο обмер, измерение. -
7 μέτρημα
A measured distance, E. Ion 1138; measurement,λίθοι.. ὧν μ. στερεὸν πόδες ἑπτακόσιοι Supp.Epigr.4.446.11
(Didyma, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέτρημα
-
8 κατα-μέτρημα
κατα-μέτρημα, τό, das Vermessene, die Vermessung, Epicur. bei D. L. 10, 59.
-
9 ἀπο-μέτρημα
ἀπο-μέτρημα, τό, das Ab-, Zugemessene.
-
10 μέτρημ'
μέτρημα, μέτρημαmeasured distance: neut nom /voc /acc sg -
11 μετρήματι
μέτρημαmeasured distance: neut dat sg -
12 βακχιος
-
13 καταμετρημα
-
14 καταφερω
(fut. κατοίσοι - эп. κατοίσομαι; aor. 1 κατήνεγκα)1) (с)носить вниз(μέτρημα πυρῶν τοῖς ὤμοις Plut.)
2) сводить вниз(Ἄϊδος εἴσω τινά Hom.)
κ. ποδὸς ἀκμάν Aesch. — спускаться, сходить, т.е. приближаться3) нести по течению4) относить (ветром или течением)(τὰς ναῦς ἐς τέν Πύλον, πρὸς τέν Πελοπόννησον κατενηνέχθαι Thuc.; εἰς τέν θάλατταν Arst.)
5) опускать(τέν δίκελλαν, τέν σφῦραν Luc.; τὸ ξίφος τῷ πολεμίῳ Plut.)
; pass. опускаться, склоняться к закату(καταφερομένου τοῦ ἡλίου Arst.; καταφερομένης σελήνης Plut.) или близиться к концу (τῆς ἡμέρας ἤδη καταφερομένης Plut.)
τὸ τοῦ λύχνου φῶς καταφερομένου Plut. — свет гаснущего светильника6) pass. (тж. κ. εἰς ὕπνον Luc., Plut.) хотеть спать, быть соннымκαταφερόμενος καὴ νυστάζων Arst. — качающийся от дремоты;
κ. ὕπνῳ βαθεῖ NT. — быть погруженным в глубокий сон7) сносить, разрушать(τοὺς πύργους Polyb.)
; med.-pass. обрушиваться(ῥοίζῳ καὴ τάχει ἀπίστῳ Plut.; πολλῶν τῶν οἰκιῶν καταφερομένων ἐπὴ τοὺς διαθέοντας Plut.)
8) (тж. κ. πληγήν Luc.) наносить ударκατένεγκε θαρρῶν Luc. — бей смело;
κ. τινὸς πολλά Plut. — обрушиться с упреками на кого-л.9) вносить, представлять(ἔγκλημα ἐπὴ δικαστήριον Dem.; ψῆφον NT.)
10) pass. впадать, попадать(εἰς κάρον Arst.)
κ. ἐπὴ γνώμην Polyb. — приходить к мысли;ἐπὴ ἐλπίδα τινὰ κ. Polyb. — возыметь какую-л. надежду11) вносить, уплачивать(τοὺς τόκους τοῖς δεδανεικόσι Arst.; ἀργυρίου εἴκοσι τάλαντα Polyb.; ἐν χρόνῳ ῥητῷ, sc. τὰ χρήματα Plut.)
12) возводить(τέν διαβολήν τινος Arst.)
-
15 μετρημός
ο см. μέτρημα;§ μετρημό δεν έχει — невозможно сосчитать, без счёту
-
16 πληρόω
πληρ-όω, [ per.] 3pl. [tense] impf. ἐπληροῦσαν cited by Choerob.in Theod.2.64 H. from E.Hec. 574: [tense] fut. - ώσω: [tense] pf. πεπλήρωκα, [dialect] Aeol. part. πεπληρώκων IG12(2).243.9 (Mytil.):—[voice] Med., [tense] fut. πληρώσομαι ([etym.] ἐπι-) Th.7.14 (v. infr.): [tense] aor.Aἐπληρωσάμην Pl.Grg. 493e
, X.HG5.4.56, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. , Aeschin.2.37; [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, X.Eq.Mag.3.6, D.17.28, Gal.2.560:— make full:I c. gen. rei, fill full of,λάρνακας λίθων Hdt.3.123
, etc.; κρατῆρα, πίστρα (sc. οἴνου), E. Ion 1192, Cyc.29:—[voice] Pass., to be filled full, τινος of a thing, Hp.VM 20, Pl.R. 550d, etc.; ;ἀπό τινος Porph.Sent.32
.2 fill full of food, gorge, satiate, : metaph., π. θυμόν glut one's rage, S.Ph. 324, E.Hipp. 1328;τὰς ἐπιθυμίας Pl.Grg. 494c
:—[voice] Pass., to be filled full of, satisfied,δαιτὸς -ωθείς E.Fr.213.3
;Αἴγυπτος ἁγνοῦ νάματος -ουμένη A.Fr.300.6
; φόβου, ἐλπίδος, etc., Pl.Lg. 865e, R. 494c, etc.; also .3 π. τὴν χεῖρά τινος consecrate, ib.Ex.32.29, al., Jd.17.5,12.II rarely c. dat., fill with,πεύκαισιν.. χέρας πληροῦντες E.HF 373
(lyr.):—[voice] Pass., πνεύμασιν -ούμενοι filled with breath, A.Th. 464;πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ Ep.Rom.1.29
, cf. 2 Ep.Cor.7.4.III without any modal case, π. νέας man ships, Hdt.1.171, cf. Th.1.29 ([voice] Act. and [voice] Pass. ) (in fullπεντηκόντερον π. ἀνδρῶν Hdt.3.41
);π. ναυτικόν Th.6.52
; πληροῦτε θωρακεῖα man the breastworks, A.Th.32:—[voice] Med.,τριήρη πληρωσάμενος Is.11.48
, cf. X.HG5.4.56, etc.; in full, .2 impregnate, [ τὰ θήλεα] Arist.HA 574a20, Metaph. 988a6:—[voice] Pass., of the female, ibid., HA 541a13.3 make full or complete,τοὺς δέκα μῆνας Hdt.6.63
; π. τοὺς χρόνους, τὸν ἐνιαυτόν, Pl.Lg. 866a, Ti. 39d;τὸν τῆς καταδίκης χρόνον Sammelb.4639.5
(iii A. D.), cf. POxy.491.6 (ii A. D.), etc.:—[voice] Med.,τὰ πάντα ἐν πᾶσι π. Ep.Eph.1.23
:— [voice] Pass., of the moon, to be full, S.Fr.871.6;ἵνα.. ᾖ τοι ἀπαρτιλογίη ὑπ' ἐμέο πεπληρωμένη Hdt.7.29
;πεπλήρωται ὁ καιρός Ev.Marc.1.15
, etc.: Math., πεπληρώσθω let the figure be completed, Arist.Mech. 854b29.4 π. δικαστήρια fill them, D.24.92:—[voice] Pass.,δικαστήριον πεπληρωμένον ἐκ τούτων Id.21.209
, cf. Is.6.37;πληρουμένου.. βουλευτηρίου A.Eu. 570
.5 render, pay in full,τροφεῖα πληρώσει χθονί Id.Th. 477
; π. τὴν χρείαν supply it, make it good, Th.1.70;πεπλήρωκα τὸν τόκον μέχρι τοῦ Ἐπείφ POxy.114.3
(ii/iii A. D.), cf. BGU1055.23 ([voice] Pass., i B. C.): c. dupl. acc.,ἵνα πληρώσῃς αὐτοὺς τὴν τιμήν PLond.2.243.11
(iv A. D.), cf. 251.30 ([voice] Pass., iv A. D.), etc.: abs., IG14.956.6 fulfil, τὸ χρεών (destiny) Plu.Cic.17; τὴν ἐπαγγελίαν, τὰς ὑποσχέσεις, Arr. Epict.2.9.3, Hdn.2.7.6;π. πᾶσαν ἀρχὴν καὶ λειτουργίαν IG12(5).946.1
([place name] Tenos), cf. 12(2) l.c. (Mytil.), PFlor.382.40 (iii A.D.), Lyd.Mag.3.30, al.; execute, perform,τὰ προσταχθέντα POxy.2107.5
(iii A. D.):—[voice] Pass.,λαμπαδηφόρων νόμοι.. διαδοχαῖς πληρούμενοι
fully observed,A.
Ag. 313; to be fulfilled, of prophecy, Ev.Matt.1.22, Ev.Jo.13.18.7 ἐς ἄγγος.. βακχίου μέτρημα πληρώσαντες having poured wine into the vessel till it was full, E.IT 954:—[voice] Pass., assemble, muster,πληρουμένης τῆς ἐκκλησίας Ar.Ec.89
;ἀρχαί τ' ἐπληροῦντ' εἰς.. βουλευτήρια E.Andr. 1097
codd.;πολλοὶ δ' ἐπληρώθημεν Id.IT 306
.IV intr., ἡ [ὁδὸς] πληροῖ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον the length of road comes in full to this number, Hdt.2.7 (s. v.l.). -
17 στερεός
A firm, solid,σ. λίθος ἠὲ σίδηρος Od.19.494
;βοέαι Il.17.493
; αἰχμὴ σ. πᾶσα χρυσέη all of solid gold, Hdt.1.52, cf. 183;ἕρμα σ. γῆς E.Hel. 854
, cf. X.Cyn.9.16;γῆ σ. καὶ ἀδιάλυτος Epicur.Nat.14.2
; τὰ -ώτερα τῶν ὀστέων, opp. τὰ ἀραιότερα, Hp.Fract.33; τὸ ς., opp. κενόν, Democr. ap. Arist.Ph. 188a22, Metaph. 985b7; opp. μαλθακός, Pl.Phdr. 239c; κυσὶ σ. καὶ ἰσχνοῖς, opp. προβάτοις πίοσι καὶ ἁπαλοῖς, Id.R. 422d;ἀθλητής D.L.2.132
;βραχίονες Theoc.22.48
; ; ; σ. κέρας solid, opp. κοῖλον, Arist.HA 500a6;σ. κάλαμος Thphr.HP4.11.10
; στερεὰ τροφή solid food, D.S.2.4, Ep.Hebr.5.12, Arr.Epict.2.16.39 ([comp] Comp.); τὸ σ. σῶμα, opp. ὁ χυλός, Gal.15.463; σ. κοιλίη costive, Hp.Acut. (Sp.) 56. Adv. - ρεῶς firmly, fast,κατέδησαν Od.14.346
;ἐντέτατο Il.10.263
; νῶτα.. ἑλκόμενα ς., of wrestlers, 23.715.b of money, standard, of full value, D 20 (Delph., ii B.C.); so perh. of sums due in kind,πυροῦ στερεοῦ PRein.8.5
(ii B.C.), al.; and of linear and square measures, τῆς προσούσης αὐλῆς πηχῶν σ. ὀκτὼ τὸ ἐπιβάλλον αὐτῷ μέρος ἥμισυ πήχεις σ. τέσσερας eight (four) standard cubits, PStrassb.87 (ii B.C.), cf. PLond.3.1024.19 (ii B.C.); πόδες ς. standard feet, Milet.7p.59 ([place name] Didyma); μέτρημα ς. Supp.Epigr.4.446.11 (ibid, iii/ii B.C.).c ὠρύγη ποταμὸς ἐπὶ τὰ τρία ς. the ditch was restored by digging to its three normal dimensions, OGI672 (Canopus, i A.D.), cf. 673, where the Latin version has at tria soldu (m).2 metaph., stiff, stubborn, στερεοῖς ἐπέεσσι, opp. μειλιχίοις, Il.12.267;κραδίη -ωτέρη ἐστὶ λίθοιο Od.23.103
. Adv.-ρεῶς, ἀποειπεῖν Il.9.510
, cf. 23.42.3 later, hard, stubborn, cruel,πῦρ Pi.O.10(11).36
;ὀδύναι Id.P.4.221
; (anap.);ἁμαρτήματα S.Ant. 1262
(lyr.); ;οὕτω σ. <τι> πρᾶγμα θερμόν ἐσθ' ὕδωρ Antiph.245
;σ. φωνή Tryph.490
; τοῦτο ἤδη -ώτερον harder, more difficult, Pl.R. 348e.4 of language, τὸ εὔτονον καὶ ς. solidity, D.H.Din.8;ποιήματα Phld.Po.5.5
, cf. 4 ([comp] Sup.).5 σ. ζῴδια, i.e. productive of settled conditions, Serapio in Cat.Cod.Astr.1.100.17, Ptol.Tetr.32, PMag.Lond.46.47.II of bodies and quantities, solid, cubic, opp. ἐπίπεδος (plane), Pl.Phlb. 51c; σ. γωνία a solid angle, Id.Ti. 54e sq., cf. Euc. 11 Def.11;σ. πῆχυς POxy.669.7
(iii A.D.); σ. ἀριθμός a cubic number, Arist.Pol. 1316a8; τὰ ς. cubic numbers, representing bodies of three dimensions, Pl.Tht. 148b: dat. sg. in the third power,Theol.Ar.
4. (Cf. Skt. sthirás 'firm, hard, solid', OHG. star 'rigid', OE. starian 'stare fixedly'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στερεός
-
18 ἀπομέτρημα
ἀπο-μέτρημα, das Ab-, Zugemessene -
19 καταμέτρημα
κατα-μέτρημα, τό, das Vermessene, die Vermessung
См. также в других словарях:
μέτρημα — measured distance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρημα — το (Α μέτρημα) [μετρώ] η πράξη τού μετρώ, μέτρηση, καταμέτρηση («τέλειωσα το μέτρημα τών φύλλων τού ντοσιέ») νεοελλ. 1. περιουσία ή προίκα σε μετρητά («πήρε πολύ μέτρημα») 2. υπολογισμός, σχέδιο 3. λογαριασμός αρχ. 1. δόση, μερίδα 2. σιτηρέσιο… … Dictionary of Greek
μέτρημα — το 1. μέτρηση: Τα λεφτά ήθελαν μέτρημα. 2. αρίθμηση, απαρίθμηση: Δεν τα πάει καλά στο μέτρημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρημ' — μέτρημα , μέτρημα measured distance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρήματι — μέτρημα measured distance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρημάτιον — μετρημάτιον, τὸ (Α) [μέτρημα] (για πληρωμές σε είδος) υποκορ. τού μέτρημα … Dictionary of Greek
παραριθμώ — έω, Α 1. μετρώ, υπολογίζω μαζί με κάτι, συναριθμώ 2. μετρώ πράγματα ή είδη σε απογραφή 3. (για λόγους) δίνω σε κάτι ιδιαίτερη αξία 4. κάνω λάθος στο μέτρημα, λογαριάζω εσφαλμένα 5. εξαπατώ, κοροϊδεύω στο μέτρημα … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
απαρίθμηση — η (AM ἀπαρίθμησις, εως) το να απαριθμεί κάποιος, το μέτρημα ή καταμέτρηση … Dictionary of Greek
απομετρώ — ( άω) (Α ἀπομετρῶ, έω) νεοελλ. τελειώνω το μέτρημα αρχ. 1. μετρώ ακριβώς 2. μετρώ και διανέμω … Dictionary of Greek
αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός … Dictionary of Greek