-
61 μέλαινα
μέλαιναfem nom /voc sgμέλαςblack: fem nom /voc sg -
62 μέλαιναι
μέλαιναfem nom /voc plμέλαςblack: fem nom /voc pl -
63 μέλαιναν
μέλαιναfem acc sgμέλαςblack: fem acc sg -
64 Καφισός
Κᾱφῑσός a river, flowing past Orchomenos. “ Εὔφαμος τόν ποτ' Εὐρώπα Τιτυοῦ θυγάτηρ τίκτε Καφισοῦ παῤ ὄχθαις” P. 4.46 test., v. Μέλας. -
65 βρότος
βρότος, ὁ, -
66 γλαυκός
A gleaming (cf. γλαύσσω, γλαυσός), once in Hom.,γλαυκὴ δέ σε τίκτε θάλασσα Il.16.34
(hence γλαυκὴ δυσπέμφελος, = the sea, Hes. Th. 440): so in Trag. (not A.),γ. λίμνα S.Fr. 371
, 476;ἅλς E.Cyc.16
; (lyr.); laterγ. σελάνα Mesom.Sol.21
;πλήθοντα πυρὸς γλαυκοῖο σελήνη Tryph.514
;ἀστέρες Him.Ecl.13.37
;γ. ἠώς Theoc.16.5
; alsoγ. δράκων Pi.O.8.37
(expld. by Sch.as, = γλαύκωψ, γλαυκῶπις).II later, of colour (κυανοῦς λευκῷ κεραννύμενος Pl.Ti. 68c
; cf. γλαυκότερον κυάνοιο φαείνεται Hegesiana x 1), bluish green or grey, of the olive, S.OC 701, E.IT 1101, Tr. 802 (all lyr.), etc.; of the elder, Emp.93; ὀπώρα, of grapes, S.Tr. 703; of vine leaves, AP9.87 (Marc. Arg.); of the beryl and topaz, D.P.1119 sq.;μάραγδος Nonn.D.5.178
.2 freq. of the eye, light blue, grey, opp. μέλας, χαροπός, Arist.GA 779b13, HA 492a3, cf. Paus.1.14.6;ἔθνος γ. ἰσχυρῶς καὶ πυρρόν Hdt.4.108
, cf. Hp.Aër.14, Arist.Pr. 892a3, etc.;γ. Ἀθάνα E.Heracl. 754
(lyr.), Theoc.28.1, cf. Plot.4.4.19; cf. γλαυκῶπις: —this colour was not admired, Luc.DMeretr.2.1, Philostr. VA7.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαυκός
-
67 ζωμός
A soup or sauce to eat with meat, fish, etc., Ar.Eq. 1174, Pax 716, al.; οἱ ζ. οἱ τῶν πιόνων soups made from animals with soft fat ([etym.] πιμελή), Arist.HA 520a8, cf. PA 651a29; ζ. μέλας black broth of the Spartans, Matro Conv.94, cf. Plu.Lyc.12: metaph., bloodshed, Thphr.Char.8.7.2 Com. name for fat, greasy fellow,λιπαρὸς περιπατεῖ Δημοκλῆς, ζ. κατωνόμασται Anaxandr.34.5
, cf. Aristopho 4.3.3 in Alchemy, wash, Ps.-Democr.Alch.p.48 B., Zos.Alch.p.169 B. -
68 κατάκορος
κατάκορος, ον,A = κατακορής, Poll.5.151, Thom.Mag.p.105 R.;κ. Χρῆσις ἀφροδισίων Steph.in Gal.1.239
D.:—in Adv., of colours, deeply,κ. μέλας Gp.16.2.1
.II metaph., immoderate,κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plu.Alex.2
. Adv. - ρως, to excess,ᾧ -κόρως Χρῶνται οἱ λογογράφοι Arist.Rh. 1408a33
; τῇ τύχῃ κ. Χρώμενος Decr. ap. D.18.182, cf. Plu.Cic.5;κ. Χρώμενοι τῇ κραυγῇ Plb.4.12.9
, cf. Phld.Rh.1.157, 366S., Dsc.2.52, lamb.Protr.21.κ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάκορος
-
69 κατηφής
κατηφ-ής, ές,A with downcast eyes, downcast,κατηφέες ἐσσόμεθ' αἰεί Od.24.432
, cf. Cic. Att.13.42.1;τὸν μὲν κατηφῆ E.Or. 881
;κ. ὄμμα Id.Heracl. 633
(but κ. ὀφθαλμοί sunken eyes, Hp.Epid.7.25);κ. καὶ ὑπεραύστηρος POxy. 471.92
(ii A.D.); of animals,αἱ ἵπποι ὅταν ἀποκείρωνται, γίνονται κατηφέστεραι Arist.HA 572b9
;τὸ κ. Id.Phgn. 808a10
, cf. 807b12: metaph., κ. ἄμπελος drooping in sorrow, Him.Or.9.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατηφής
-
70 κισσός
A ivy, Hedera Helix, of three kinds, two climbing ( μέλας and λευκός), and one creeping (also called ἕλιξ), Thphr.HP 3.18.6, cf. Dsc.2.179, h.Bacch.40; (lyr.);κισσοῦ στέφανος OGl49.7
(Egypt, iii B.C.); sacred to Dionysus,κισσῷ.. στεφανωθεὶς Διόνυσον θεραπεύει E.Ba.81
(lyr.);κύκλῳ δὲ περί σε κ. εὐπέταλος ἕλικι θάλλει Ar.Th. 999
: hence οἴνωψ (or οἰνωπός) S.OC 674 (lyr.). -
71 κνέωρος
κνέωρος, ὁ,A spurge-flax, Daphne Gnidium, Thphr.HP6.1.4; κ. λευκός, Daphne oleoides, ib.6.2.2; κ. μέλας, Thymelaea hirsuta, ib.1.10.4, 6.2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνέωρος
-
72 κόσσυφος
A Gloss.), blackbird, Turdus merula,ὁ μὲν ἕτερος μέλας,.. ὁ δ' ἕτερος ἔκλευκος Arist.HA 617a11
;ἑξῆς κ. ἦλθε μόνος γεύσασθαι ἕτοιμος Matro Conv.87
, cf. Theoc.Ep.4.10, AP12.142 (Rhian.), 9.76 (Antip.), 343 (Arch.); v. κόψιχος.II a sea-fish, Diocl.Fr.135, Gal.6.718;μελάγχρως Numen.
ap. Ath.7.305c;ὁθαλάττιος Ael.NA1.14s
q.III name of a peculiar breed of poultry at Tanagra, Paus.9.22.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόσσυφος
-
73 κυνόζολον
A = χαμαιλέων μέλας, so called from its smell, prob. in Dsc.3.9, cf. Ps.-Dsc.ibid.II = δρακοντία μικρά, ib.2.167.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνόζολον
-
74 κυνόμαζον
κῠνό-μαζον, τό,A = χαμαιλέων μέλας. prob. in Dsc.3.9, cf. Apul.Herb.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνόμαζον
-
75 κυνόμαχον
κῠνό-μᾰχον, τό,A = κυνόμαζον, Orib.12 s.v. χαμαιλέων μέλας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνόμαχον
-
76 λευκομέλας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκομέλας
-
77 λευκός
A light, bright, clear (opp. μέλας in all senses),αἴγλη Od. 6.45
; λευκὸν (v.l. λαμπρόν).. ἠέλιος ὥς Il.14.185
;λ. φάος S.Aj. 708
(lyr.), cf. infr. 11.3; (anap.); of metallic surfaces,λέβης Il.23.268
; λ. γαλήνη a glassy calm, Od.10.94; of water, clear, limpid, Il.23.282, Od.5.70, A.Supp.23 (anap.);λ. νᾶμα E.HF 573
; -ότατος ποταμῶν Call.Jov.19
.2 metaph., clear, distinct, of the voice, Arist.Top. 106a25, S.E.M.6.41: in literary sense, clear,λ. στίχος AP11.347
(Phil.): prov., λευκὸς Ἑρμῆς, when a rogue was detected, Macar. 5.53. Adv. -κῶς, πάντα φαίνειν, of Hermes, Corn.ND16: [comp] Comp. - ότερον, διαλεχθῆναι Hld.7.20
.II of colour, white, freq. in Hom., varying from the pure white of snow ([ἵπποι] -ότεροι χιόνος Il.10.437
) to the grey of dust (λευκοὶ ἐγένοντο κονισάλῳ 5.503
);γάλα λ. 4.434
;κρῖ 5.196
;ἄλφιτα 18.560
;ἡνία λεύκ' ἐλέφαντι 5.583
;ὀδόντες 10.263
;ὀστέα 16.347
;ἱστία 1.480
;φᾶρος 18.353
, etc.; λ. ἅρμα, = λεύκιππον, E.Ph. 172; of the white horses used by tyrants,λ. ζεῦγος D. 21.158
, cf. λεύκιππος; λ. λίθος marble, OGI219.36 (Sigeum, iii B.C.), etc., cf. λευκόλιθος; λευκῷ<ν>λίθῳ λ. στάθμη a white line on a white stone, prov. of explanations which do not explain, S.Fr. 330; ἡ λ. ῥίζα white root (= ἡ τοῦ δρακοντίου, acc. to Gal.19.118), Hp.Morb.2.48, Nat.Mul.32; freq. of white or grey hair,λ. κάρη Tyrt.10.23
; ;λ. γῆρας Id.Aj. 625
(lyr.);λευκὰ γήρᾳ σώματα E.HF 909
, etc.b of the human skin, white, fair, sts. as a sign of youth and beauty, χρώς, πήχεε, Il.11.573, Od.23.240; λ. παρειά, παρηΐς, S.Ant. 1239, E.Med. 923; σάρξ, δέρη, ib. 1189 (v.l.), IA 875 (troch.); freq. with the notion of bare, κῶλον, πούς, Id.Ba. 665, 863 (lyr.), Ion 221 (lyr.); cf. λευκόπους.c of persons, white-skinned, Pl.R. 474e: hence, weakly, womanish, Ar.Th. 191, Ec. 428, X.HG3.4.19;λευκῶν ἀνδρῶν οὐδὲν ὄφελος Macar.5.55
; cf. λευκόπρωκτος, λευκόχρως.d λευκαὶ φρένες in Pi.P.4.109 is expld. by Hsch. μαινόμεναι, frantic, passionate (cf. λευκῶν πραπίδων· κακῶν φρενῶν, Id.).2 λ. χρυσός, pale gold, i.e. gold alloyed with silver (prob. the same as ἤλεκτρον), opp. ἄπεφθος χρυσός, Hdt.1.50.3 metaph., bright, fortunate, happy,λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου A.Pers. 301
, cf. Ag. 668; a joyful day or holiday, Call.Aet.1.1.2; λ. ἡμέρα a happy day, S.Fr.6, cf. Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.39; variously expld. in Phylarch. 83 J., Plu.Per.27; ἡ λ. ψῆφος the vote of acquittal, Luc.Harm.3, cf. Hsch. -
78 λιβρός
-
79 μελάγχιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάγχιμος
-
80 μέλαινα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέλαινα
См. также в других словарях:
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
Μέλας — Μέλᾱς , Μέλας black masc nom sg Μέλας black masc nom/voc sg Μέλᾱς , Μέλης masc acc pl (doric) Μέλᾱς , Μέλης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάς — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μέλας — μέλᾱς , μέλας black masc nom sg μέλᾱς , μέλη fem acc pl μέλᾱς , μέλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελάς, Παύλος — (Μασσαλία 1870 – Σιάτιστα, Δυτική Μακεδονία 1904). Στρατιωτικός και μακεδονομάχος. Η προσωπικότητά του άσκησε σοβαρή επίδραση στην πολιτική της ενεργής συμμετοχής της Ελλάδας στον λεγόμενο Μακεδονικό Αγώνα. Το 1874 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου… … Dictionary of Greek
Μελάς, Σπύρος — (Ναύπακτος 1883 – Αθήνα 1966). Δημοσιογράφος, συγγραφέας και θεατρικός σκηνοθέτης. Ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά, όμως εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Εργάστηκε σε πλήθος εφημερίδες, όπου πρωτοδημοσιεύτηκαν και… … Dictionary of Greek
μελάς — ο έμπορος ή παραγωγός μελιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέλας Δρυμός — (γερμ. Schwartzwald). Ορεινή περιοχή (περ. 5.180 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Γερμανίας στο κρατίδιο του Μπάντεν Βυρτεμβέργης, στα Ν της λεγόμενης Ρηνανικής τάφρου. Αρχίζει από τα σύνορα με την Ελβετία και προχωρεί με κατεύθυνση από ΝΔ προς ΒΑ. Στο… … Dictionary of Greek
Άνω Μελάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.030 μ., 47 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορεστίων … Dictionary of Greek
ζωμός, μέλας — Η κυριότερη τροφή στα συσσίτια της αρχαίας Σπάρτης, στα οποία έπαιρναν μέρος υποχρεωτικά όλοι οι ενήλικες Σπαρτιάτες, ακόμα κι οι βασιλιάδες. Τον παρασκεύαζαν από χοιρινό κρέας, που έβραζε μέσα σε αίμα, με προσθήκη αλατιού και ξιδιού. Συνοδευόταν … Dictionary of Greek
μέλαν — μέλας black masc voc sg μέλας black neut nom/voc/acc sg μέλᾱν , μέλη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)