-
1 πιμελή
πῑμελῆ, πιμελήςfat: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πῑμελῆ, πιμελήςfat: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)πῑμελῆ, πιμελήςfat: masc /fem acc sg (attic epic doric)——————πῑμελῇ, πιμελήsoft fat: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 πιμελή
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πιμελή
-
3 πιμελή
πῑμελή, πιμελήsoft fat: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 πιμελῆ
Βλ. λ. πιμελή -
5 πιμελῇ
Βλ. λ. πιμελή -
6 πιμελή
-
7 πιμελής
πῑμελῆς, πιμελήsoft fat: fem gen sg (attic epic ionic)πῑμελῆς, πιμελήςfat: masc /fem acc pl (attic epic doric)πῑμελῆς, πιμελήςfat: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
8 πιμελῆς
πῑμελῆς, πιμελήsoft fat: fem gen sg (attic epic ionic)πῑμελῆς, πιμελήςfat: masc /fem acc pl (attic epic doric)πῑμελῆς, πιμελήςfat: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic) -
9 πιμελαίς
-
10 πιμελαῖς
-
11 πιμελαί
πῑμελαί, πιμελήsoft fat: fem nom /voc pl -
12 πιμελών
πῑμελῶν, πιμελήsoft fat: fem gen plπῑμελῶν, πιμελήςfat: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
13 πιμελῶν
πῑμελῶν, πιμελήsoft fat: fem gen plπῑμελῶν, πιμελήςfat: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
14 πιμελάν
πῑμελά̱ν, πιμελήsoft fat: fem acc sg (doric aeolic) -
15 πιμελάς
πῑμελά̱ς, πιμελήsoft fat: fem acc pl -
16 πιμελήν
πῑμελήν, πιμελήsoft fat: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 ζωμός
A soup or sauce to eat with meat, fish, etc., Ar.Eq. 1174, Pax 716, al.; οἱ ζ. οἱ τῶν πιόνων soups made from animals with soft fat ([etym.] πιμελή), Arist.HA 520a8, cf. PA 651a29; ζ. μέλας black broth of the Spartans, Matro Conv.94, cf. Plu.Lyc.12: metaph., bloodshed, Thphr.Char.8.7.2 Com. name for fat, greasy fellow,λιπαρὸς περιπατεῖ Δημοκλῆς, ζ. κατωνόμασται Anaxandr.34.5
, cf. Aristopho 4.3.3 in Alchemy, wash, Ps.-Democr.Alch.p.48 B., Zos.Alch.p.169 B. -
18 παρασπείρω
A sow among, Thphr.CP3.10.3 ([voice] Pass.), PCair.Zen. 269.35 (iii B. C., prob. [voice] Act.), BGU591.14 (i A. D., [voice] Pass.): metaph., in [voice] Pass., [ψυχὴ] παρεσπαρμένη τοῖς πόροις Pl.Ax. 366a
; to be diffused over, τῷ λοιπῷ παρεσπάρθαι σώματι Sch.Epicur.Ep.1p.21U., cf. Nat.Herc. 1420 Fr.1 ; to be interspersed in,ἡ πιμελὴ παρέσπαρται τῇ σαρκί Gal.1.345
; τοῖς σιτίοις παρέσπαρται [τὸ αἷμα] Id.Nat.Fac.2.8 ;τὸ 'ιουδαίων γένος πολὺ κατὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην παρέσπαρται τοῖς ἐπιχωρίοις J.BJ 7.3.3
, cf. Str.17.3.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασπείρω
-
19 παρέκχυμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέκχυμα
-
20 στέαρ
στέαρ, τό, gen. στέατος [v. sub fin.]; [var] contr. [full] στῆρ, PCair.Zen.703.2,6 (iii B.C.), Archig. ap. Gal.12.861, Thd.Bel. 27, gen.Aστῆτος PCair.Zen.176.183
(iii B.C.); also [full] στεῖαρ, gen.στείατος Choerob.in Theod. 1.350
H.:—hard fat, suet, such as ruminating animals have, opp. πιμελή (soft fat), ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχόν a large cake of suet, Od.21.178;οὔτε πιμελὴν οὔτε στέαρ Arist.PA 651a26
;τὸ τῶν ἰχθύων σ. πιμελῶδες Id.HA 520a21
, al.2 any animal fat,σ. τῆς ἄρκτου Thphr.Od.63
;σ. δελφίνων X.An.5.4.28
; freq. in LXX (Le.3.15,16,17, al.); also PRev.Laws 50.14 (iii B.C.), PCair.Zen. Il.cc.; so σ. χήνειον, ὀρνίθειον, etc., Dsc.2.76.II = σταῖς (q.v.), dough made from flour of spelt, Hp.Nat.Mul.27 (but σταῖς is prob. l.), Arist.Pr. 879a10, Thphr.HP9.20.2, LXX Ps.80(81).17, al., Str.17.2.5 (citing Hdt.2.36, where σταῖς is in our text). [Gen. στέατος disyll., Od. l.c.; στέᾱτι trisyll., Diph.119; cf. στεάτιον.] (Prob. fr. Στᾱyαρ, cf. Skt. styāyate 'congeal, grow hard'.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πιμελῇ — πῑμελῇ , πιμελή soft fat fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμελή — πῑμελή , πιμελή soft fat fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμελή — η, ΝΑ νεοελλ. το φυτό πιμελέα αρχ. 1. το μαλακό λίπος, το πάχος, το ξίγγι 2. η κορφή, η κρέμα τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίαρ] … Dictionary of Greek
πιμελῆ — πῑμελῆ , πιμελής fat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πῑμελῆ , πιμελής fat masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πῑμελῆ , πιμελής fat masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίαρ — τὸ, Α (επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.) 1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.) 3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων 4. το γάλα τής συκιάς 5. οι… … Dictionary of Greek
πιμελώδης — ες, Α [πιμελή] ο γεμάτος πιμελή, λιπώδης … Dictionary of Greek
απίμελος — ἀπίμελος, ον (Α) αυτός που δεν έχει λίπος, ο άπαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πιμελή «λίπος, πάχος»] … Dictionary of Greek
εμπίμελος — ἐμπίμελος, ον (Α) αυτός που έχει πιμελή, πάχος … Dictionary of Greek
ζαπίμελος — ζαπίμελος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) πολύ παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πιμελή «πάχος»] … Dictionary of Greek
θυμέλη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ειδικότερα, η θ. μπορεί να ήταν βήμα ή βωμός στην ορχήστρα, σκηνή ή λογείον ή και η ίδια η ορχήστρα. Κατά τους τραγικούς, η θ. ήταν βωμός που βρισκόταν στην ορχήστρα… … Dictionary of Greek
καταπίμελος — καταπίμελος, ον (Α) 1. (για πρόσ. ή αγρούς) καταπιμελής*, πολύ πλούσιος ή εύφορος 2. πολύ λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πίμελος «λιπαρός» (< πιμελή «μαλακό λίπος»), πρβλ. εμ πίμελος, περι πίμελος] … Dictionary of Greek