-
21 Μέλανες
Μέλαςblack: masc nom /voc pl -
22 Μέλανι
Μέλαςblack: masc dat sg -
23 Μέλαντι
Μέλαςblack: masc dat sg -
24 Μέλανος
Μέλαςblack: masc gen sg -
25 Μέλαντος
Μέλαςblack: masc gen sg -
26 μελάνων
μέλαςblack: masc /neut gen plμελάνωgrow black: pres part act masc nom sg -
27 μείλανι
μέλαςblack: dat sg (epic) -
28 μέλανας
μέλαςblack: masc acc pl -
29 μέλανες
μέλαςblack: masc nom /voc plμελάνωgrow black: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
30 μέλανι
μέλαςblack: masc /neut dat sg -
31 μέλανος
μέλαςblack: masc /neut gen sg -
32 μέλασι
μέλαςblack: masc /neut dat pl -
33 μέλασιν
μέλαςblack: masc /neut dat pl -
34 μέλαινα
μέλᾶς, μέλαινα, μέλαν, dat. μείλανι, comp. μελάντερος: dark, black, in the general and extensive meaning of these words, opp. λευκός, Il. 3.103; said of dust, steel, blood, wine, water, grapes, ships, clouds, evening, night, death.—As subst., μέλαν δρυός, i. e. the ‘heart-wood,’ which is always the darkest, Od. 14.12.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μέλαινα
-
35 μέλαν
μέλᾶς, μέλαινα, μέλαν, dat. μείλανι, comp. μελάντερος: dark, black, in the general and extensive meaning of these words, opp. λευκός, Il. 3.103; said of dust, steel, blood, wine, water, grapes, ships, clouds, evening, night, death.—As subst., μέλαν δρυός, i. e. the ‘heart-wood,’ which is always the darkest, Od. 14.12.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μέλαν
-
36 μέλαν'
μέλανα, μέλαςblack: neut nom /voc /acc plμέλανα, μέλαςblack: masc acc sgμέλανι, μέλαςblack: masc /neut dat sgμέλανε, μέλαςblack: masc /neut nom /voc /acc dualμέλανε, μελάνωgrow black: pres imperat act 2nd sgμέλανε, μελάνωgrow black: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
37 Μέλαν'
Μέλανα, Μέλαςblack: masc acc sgΜέλανι, Μέλαςblack: masc dat sgΜέλανε, Μέλαςblack: masc nom /voc /acc dual -
38 Μέλασι
Μέλᾱσι, Μέλαςblack: masc dat pl (attic epic ionic)Μέλαςblack: masc dat pl -
39 Μέλασιν
Μέλᾱσιν, Μέλαςblack: masc dat pl (attic epic ionic)Μέλαςblack: masc dat pl -
40 μελαίνα
μελαίνᾱ, μέλαιναfem nom /voc /acc dualμελαίνᾱ, μέλαςblack: fem nom /voc /acc dual——————μελαίνᾱͅ, μέλαιναfem dat sg (doric aeolic)μελαίνᾱͅ, μέλαςblack: fem dat sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
Μέλας — Μέλᾱς , Μέλας black masc nom sg Μέλας black masc nom/voc sg Μέλᾱς , Μέλης masc acc pl (doric) Μέλᾱς , Μέλης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάς — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μέλας — μέλᾱς , μέλας black masc nom sg μέλᾱς , μέλη fem acc pl μέλᾱς , μέλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελάς, Παύλος — (Μασσαλία 1870 – Σιάτιστα, Δυτική Μακεδονία 1904). Στρατιωτικός και μακεδονομάχος. Η προσωπικότητά του άσκησε σοβαρή επίδραση στην πολιτική της ενεργής συμμετοχής της Ελλάδας στον λεγόμενο Μακεδονικό Αγώνα. Το 1874 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου… … Dictionary of Greek
Μελάς, Σπύρος — (Ναύπακτος 1883 – Αθήνα 1966). Δημοσιογράφος, συγγραφέας και θεατρικός σκηνοθέτης. Ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά, όμως εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Εργάστηκε σε πλήθος εφημερίδες, όπου πρωτοδημοσιεύτηκαν και… … Dictionary of Greek
μελάς — ο έμπορος ή παραγωγός μελιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέλας Δρυμός — (γερμ. Schwartzwald). Ορεινή περιοχή (περ. 5.180 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Γερμανίας στο κρατίδιο του Μπάντεν Βυρτεμβέργης, στα Ν της λεγόμενης Ρηνανικής τάφρου. Αρχίζει από τα σύνορα με την Ελβετία και προχωρεί με κατεύθυνση από ΝΔ προς ΒΑ. Στο… … Dictionary of Greek
Άνω Μελάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.030 μ., 47 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορεστίων … Dictionary of Greek
ζωμός, μέλας — Η κυριότερη τροφή στα συσσίτια της αρχαίας Σπάρτης, στα οποία έπαιρναν μέρος υποχρεωτικά όλοι οι ενήλικες Σπαρτιάτες, ακόμα κι οι βασιλιάδες. Τον παρασκεύαζαν από χοιρινό κρέας, που έβραζε μέσα σε αίμα, με προσθήκη αλατιού και ξιδιού. Συνοδευόταν … Dictionary of Greek
μέλαν — μέλας black masc voc sg μέλας black neut nom/voc/acc sg μέλᾱν , μέλη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)