Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λύχνῳ

См. также в других словарях:

  • λύχνω — λύχνον neut nom/voc/acc dual λύχνον neut gen sg (doric aeolic) λύχνος sno masc nom/voc/acc dual λύχνος sno masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύχνῳ — λύχνον neut dat sg λύχνος sno masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάντη — πάντῃ, δωρ. τ. παντᾷ και σε πάπ. παντεῑ, αιολ. τ. πάντᾳ, ΝΑ νεοελλ. ναυτικό παράγγελμα κατά την εκτέλεση τού οποίου οι ναύτες αφήνουν ελεύθερο ό,τι κρατούσαν με τα χέρια τους, κν. μπάντου ή αμπάντα αρχ. 1. προς κάθε κατεύθυνση, σε όλα τα μέρη,… …   Dictionary of Greek

  • προσηνής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προσανής και ποτανής Α (για πρόσ.) πράος, ευγενικός, καταδεκτικός, με πολιτισμένη, ευγενική συμπεριφορά και φιλική διάθεση (α. «εὔνους καὶ προσηνής», Πλούτ. β. «τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα», Μέν.) μσν. (για τα ευχαριστιακά δώρα)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»