-
1 λάτρης
λάτριςhired servant: fem nom /voc pl (doric aeolic) -
2 εἰδωλολάτρης
A idol-worshipper, idolater, ib. 5.10, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰδωλολάτρης
-
3 ἀνθρωπολάτρης
A manworshipper,Νεστόριος ὁ ἀ. Cod.Just.1.1.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπολάτρης
-
4 εἴδομαι
Grammatical information: v.Meaning: `seem, appear, give the appearance, resemble' (Il.).Other forms: Aor. εἴσασθαι (ptc. also ἐ-(Ϝ)εισάμενος, Chantr. Gramm. hom. 1, 182).Derivatives: εἶδος `species, appearance' εἰδύλλιον `poem, single song', εἰδάλιμος `with beautiful appearance'; εἴδωλον `picture, image', - λάτρης `who reveres idols', εἰδάλλεται φαίνεται H.Origin: IE [Indo-European] [1125] *u̯eid- `see'Etymology: Beside (Ϝ)είδομαι and the σ-aorist there is the thematic aorist (Ϝ)ιδεῖν and the perfect (Ϝ)οῖδα, both old (s. v.). There is no equivalent of εἴδομαι; comparable are Celtic and Germanic forms, e. g. OIr. ad-féded `narrabat', Goth. ra-weitan `revenge', both from IE *u̯eid-, but they differ in meaning. εἴδομαι agrees semantically well to εἶδος. It may have been influenced by εἶδος. - The form ἐεισάμενος is found only in the formula (verse init.) τῳ̃ μιν ε. προσέφη; it is therefore probable that an accident led to this unusual form: the formula will have had τῳ̃ δε Ϝε Ϝεισάμενος; see Beekes Larr. 59f. (Wrong RPh. 71 (1997)157.) - Cf. ἰδεῖν, οἶδα, also ἰνδάλλεται.Page in Frisk: 1,451Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εἴδομαι
См. также в других словарях:
λάτρης — ο, θηλ. λάτρις και λάτρισσα (AM λάτρης, ὁ και λάτρις, ό, ή) αυτός που τιμά, που λατρεύει, που υπηρετεί τον θεό ή αγαπά κάτι σαν θεό, λατρευτής νεοελλ. μσν. αυτός που υπεραγαπά, που λατρεύει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα (α. «λάτρης τού ωραίου» β.… … Dictionary of Greek
λάτρης — ο θηλ. ισσα αυτός που λατρεύει, αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι: Λάτρης της περιπέτειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάτρης — λάτρις hired servant fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάτρης, Ικέσιος — (1799 – 1881). Αγωνιστής του 1821 και δημοσιογράφος. Αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά η καταγωγή του ήταν κρητική. Υπήρξε μαθητής του Κ. Κούμα και του Οικονόμου. Όταν πληροφορήθηκε την έναρξη της Επανάστασης, επέστρεψε στην Ελλάδα και… … Dictionary of Greek
κοιλιολάτρης — κοιλιολάτρης, ὁ (Α) κοιλιόδουλος, λαίμαργος, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + λάτρης (< λάτρης), πρβλ. ηλιο λάτρης, φυσιο λάτρης] … Dictionary of Greek
αληθολάτρης — ο (θηλ. ισσα) αυτός που αγαπά την αλήθεια, ο λάτρης της αλήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αληθής + λάτρης, ο λάτρης «τού αληθούς», τής αληθείας] … Dictionary of Greek
ηδονολάτρης — ο, θηλ. ηδονολάτρισσα αυτός που λατρεύει την ηδονή, ο επιρρεπής στις σαρκικές ηδονές, ο φιλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + λατρης (< λάτρον), πρβλ. ειδωλο λάτρης, ηλιο λάτρης] … Dictionary of Greek
θεολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. ειδωλο λάτρης, εικονο λάτρης] … Dictionary of Greek
κτηνολάτρης — κτηνολάτρης, ὁ (Μ) αυτός που λατρεύει τα κτήνη ως θεούς, ζωολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. ανθρωπο λάτρης, ειδωλο λάτρης] … Dictionary of Greek
κτισματολάτρης — ο, θηλ. κτισματολάτρις (AM κτισματολάτρης, θηλ. κτισματολάτρις, ιδος) αυτός που λατρεύει τα κτίσματα αντί για τον δημιουργό, ειδωλολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτίσμα, ατος + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. αρχαιο λάτρης, ειδωλο λάτρης] … Dictionary of Greek
νεκρολάτρης — ο (Α νεολάτρης) αυτός που τιμά με λατρεία τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης, κοιλιο λάτρης)] … Dictionary of Greek