Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εἰδωλο-λάτρης

См. также в других словарях:

  • ηδονολάτρης — ο, θηλ. ηδονολάτρισσα αυτός που λατρεύει την ηδονή, ο επιρρεπής στις σαρκικές ηδονές, ο φιλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + λατρης (< λάτρον), πρβλ. ειδωλο λάτρης, ηλιο λάτρης] …   Dictionary of Greek

  • θεολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. ειδωλο λάτρης, εικονο λάτρης] …   Dictionary of Greek

  • κτηνολάτρης — κτηνολάτρης, ὁ (Μ) αυτός που λατρεύει τα κτήνη ως θεούς, ζωολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. ανθρωπο λάτρης, ειδωλο λάτρης] …   Dictionary of Greek

  • κτισματολάτρης — ο, θηλ. κτισματολάτρις (AM κτισματολάτρης, θηλ. κτισματολάτρις, ιδος) αυτός που λατρεύει τα κτίσματα αντί για τον δημιουργό, ειδωλολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτίσμα, ατος + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. αρχαιο λάτρης, ειδωλο λάτρης] …   Dictionary of Greek

  • νεκρολάτρης — ο (Α νεολάτρης) αυτός που τιμά με λατρεία τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης, κοιλιο λάτρης)] …   Dictionary of Greek

  • χριστολάτρης — ὁ, Μ εκκλ. λάτρης τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + λάτρης (πρβλ. εἰδωλο λάτρης)] …   Dictionary of Greek

  • ψευδολάτρης — ὁ, Μ λάτρης ψεύτικων θεών, σε αντιδιαστολή προς τον χριστιανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης)] …   Dictionary of Greek

  • μοιρολάτρης — ο θηλ. μοιρολάτρις και μοιρολάτρισσα 1. αυτός που υποτάσσεται στο πεπρωμένο και επαφίεται σε αυτό 2. αυτός που υπομένει χωρίς αντίδραση τις ατυχίες που τού συμβαίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης). Η λ. στον λόγιο τ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • ξενολάτρης — ο ξενομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης). Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. ξενολάτραι, μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο] …   Dictionary of Greek

  • ξυλολάτρης — ξυλολάτρης, ὁ (Μ) (ως προσωνυμία που απέδιδαν οι εικονοκλάστες στους οπαδούς τής λατρείας τών εικόνων) αυτός που λατρεύει τα ξύλα, δηλ. τις εικόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης)] …   Dictionary of Greek

  • πατριδολάτρης — ο αυτός που λατρεύει, που αγαπάει υπερβολικά την πατρίδα, ο υπερβολικά φιλόπατρις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρίδα + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. πατριδολάτραι, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ἑστία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»