-
1 λαβά
λαβά̱, λαβήfem nom /voc /acc dualλαβά̱, λαβήfem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 λαβά
A gloss on ἰφύα, Id. -
3 λαβά
Grammatical information: f.Meaning: σταγών (`drop') H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 18 f. Macedonian for λοιβά.Page in Frisk: 2,66Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαβά
-
4 λαβάν
λαβά̱ν, λαβήfem acc sg (doric aeolic) -
5 λαβάς
λαβά̱ς, λαβήfem acc pl -
6 λαμβάνω
Grammatical information: v.Other forms: Aor. λαβεῖν (Il.), redupl. midd. λελα-βέσθαι (δ 388), pass. λαφθῆναι (Ion.), ληφθῆναι (Att.), λημφθῆναι (hell.); fut. λάψομαι (Ion.), λά[μ]ψεται (Alc., Hamm Grammatik 145), λαψῃ̃ 2. sg. (Dor.), λήψομαι (Att.), λήμψομαι (hell.); perf. εἴληφα (Att.), εἴλαφα (Dor.), λελάβηκα (Ion. Dor. Arc., also Att.), midd. εἴλημμαι (Att.), λέλημμαι (trag.), λέλαμμαι, λελάφθαι (Ion.),Derivatives: Very many derivv., many technical words with specific meanings: A. From λαβεῖν: 1. λαβή `grip, point of application etc.' (Alc. [ λάβα], Ion. Att.), of the compp. e. g. συλλαβή `grip, syllable etc.' (A., Att.); λαβίς f. `grip, cramp, tweezers' (hell.) with λαβίδιον (Dsc., Gal.), ἀντι-, κατα-, περι-λαβεύς `handgrip of a shield, peg etc.' (H., medic.; cf. Boßhardt 81), λάβιον `grip' (Str.), ἀπολάβειον `cramp' (Ph. Bel.). 2. - λάβος in compp. as ἐργο-λάβ-ος m. `untertaker' with - έω, - ία (Att., hell.). 3. - λαβής e. g. εὑ-λαβ-ής (: εὑ λαβεῖν) `careful' with - έομαι, - εια (IA.; lit. s. θρησκεύω, also Kerényi Byz.-Neugr. Jbb. 8, 306ff.). 4. ΛhαβΕτος PN (Att. epigr.). - B. From full-grade forms ( λήψομαι, ληφθῆναι): 1. λῆμμα ( ἀνά- λαμβάνω etc.) `taking in, accept' (Att.). 2. λῆψις ( ἀνά- λαμβάνω etc.), hell. λῆμψις `capture, apprehension, attack of a disease' (Hp., Att.), ἀπό-, διά-λαμψις = ἀπό-, διά-ληψις (Mytil., Kyme a. o.). 3. - λη(μ)πτωρ, e. g. συλ-λήπ-τωρ with συλλήπτρ-ια `participant, assistant' (Att.). 4. ἀνα-, κατα-ληπ-τήρ `scoop' resp. `clamp' (hell.), ἀνα- ληπτρ-ίς f. `connection' (Gal.). 5. παρα- λή(μ)π-της `tax-collector' (hell.), προσωπο-λήπ-της `who looks after the person' (NT). 6. ληπτικός ` receptive' (Arist.), further in comp., e. g. ἐπιληπτικός ` epileptic' (: ἐπίληψις, Hp.). 7. συλ-λήβ-δην adv. `taken together' (Thgn., A.). - On λάβρος s. v.; on ἀμφι-λαφής s. λάφυρον.Etymology: From Aegin. λhαβών, Att.ΛhαβΕτος and εἴληφα (and also hom. ἔ-λλαβον) we see IE. sl-; the Hom. present λάζομαι, for which λαμβάνω was an innovation (Schwyzer 699 f.; metr. uneasy? Kuiper Nasalpräs. 156) shows IE. gʷ; basis therefore IE. * slagʷ-. The aspiration in εἴληφα can be secondary (vgl. Schwyzer 772); perhaps another verb for `grasp' (s. λάφυρον) was involved; also some other formes were influenced by it. the zero grade must be secondary, *sl̥h₂- would hav got long ᾱ.Page in Frisk: 2,77-78Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαμβάνω
-
7 λείβω
Grammatical information: v.Meaning: `pour (forth), make a libation' (Il.).Other forms: aor. λεῖψαι,Derivatives: A. λειβῆνος ὁ Διόνυσος H., λείβηθρον ( λίβ-) n. `dripping place' (Eup. 428), λείβδην `by drops' (EM). - B. With ablaut: λοιβή f. `sacrifice of drinks, gift' (Il.) with λοιβ-εῖον (Plu.), - ίς (Antim., inscr.), - άσιον (Epich.) `vase for spilling', - αῖος `belonging to spilling' (Ath.); λοιβᾶται σπένδει, θύει H. (cf. below). - C. With zero-grade: 1. *λιψ f., only gen. λιβός, acc. λίβα `drink-offering, drip' (A., A. R.) with λιβηρός `wet' (Hp. ap. Gal.); 2. λίψ, λιβός m. "the dripper", name of the rainbringing Southwest-, (West)wind, also as name of the heavenly region `Southwest, West' (Hdt., Arist.) with λιβικός `(south)western' (pap.). For λίψ... πέτρα, ἀφ' ἧς ὕδωρ στάζει H. cf. αἰγίλιψ. 3. From λίψ: λιβάς, - άδος f. `spring, fount etc.' (trag. etc.) with the dimin. λιβάδιον (Str., Plu.), also ' χωρίον βοτανῶδες', i. e. `wet meadow' (H., EM), λιβάζω, - άζομαι `drip' (AP, Poll.), ἀπο- λείβω metaph. `throw away, remove oneself' (com.). 4. λίβος n. = λιβάς (A. Ch. 448 [lyr.], Gal.). - On λιβρός s. v.Etymology: The regelar fullgrade thematic λείβω (with λεῖψαι) and the zero grade primary noun λίψ stand side by side in Greek (cf. νείφει: νίφ-α; quite uncertain λίβει σπένδει, ἐκχύνει H.). - To λοιβᾶται (from λοιβή, s. above) Lat. lībāre `pour out, spill' can be a direct counterpart (cf. Porzig Satzinhalte 254, 322), but it can also be a an independent iterative deverbative (so certainly dēlĭbūtus, if with ū after imbūtus); quite doubtful is λαβά σταγών H., after v. Blumenthal Hesychst. 18 f. Maced. or Messap. for λοιβά. If we remove the -b-, we can adduse other words for `pour (out)', e. g. OCS lьjǫ, lějǫ, liti, Lith. líeju, líeti, s. Bq, WP. 2, 392f., W.-Hofmann s. lībō, Vasmer Wb. s. litь, Fraenkel Wb. s. líeti; always with further connections. - The length in ὄφρᾱ λείψαντε (Ω 285 = ο 149) must not prove λλ- \< IE sl-; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 176. A riming form is εἴβω, s. v.Page in Frisk: 2,96-97Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λείβω
См. также в других словарях:
λαβά — λαβά̱ , λαβή fem nom/voc/acc dual λαβά̱ , λαβή fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβά — Μάγμα που χύνεται πάνω στη γήινη επιφάνεια από τους ηφαιστειακούς αγωγούς. Πρόκειται για λειωμένη μάζα, που παρουσιάζει μια σχετική ρευστότητα, εξαρτώμενη είτε από τη θερμοκρασία είτε από τη χημική της σύσταση. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ακόμη για … Dictionary of Greek
λάβα — Μάγμα που χύνεται πάνω στη γήινη επιφάνεια από τους ηφαιστειακούς αγωγούς. Πρόκειται για λειωμένη μάζα, που παρουσιάζει μια σχετική ρευστότητα, εξαρτώμενη είτε από τη θερμοκρασία είτε από τη χημική της σύσταση. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται ακόμη για … Dictionary of Greek
λάβα — η (λ. ιταλ.), ρευστή πυρακτωμένη μάζα που βγαίνει από το εσωτερικό της γης κατά την έκρηξη ηφαιστείου: Η περιοχή σκεπάστηκε από τη λάβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαβάν — λαβά̱ν , λαβή fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβάς — λαβά̱ς , λαβή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek
κατάνη — (Catania). Πόλη (306.464 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, στην ανατολική ακτή της Σικελίας, στους πρόποδες του ηφαιστείου της Αίτνας. Αφού καταστράφηκε πολλές φορές από σεισμούς και από λάβα της Αίτνας, ανοικοδομήθηκε στη σημερινή της θέση έπειτα από… … Dictionary of Greek
παλαιοηφαιστειακός — ή, ό φρ. «παλαιοηφαιστειακή λάβα» (γεωλ. πετρογρ.) αφυαλωμένη λάβα τής οποίας τα σιδηρομαγνησιούχα ορυκτά είναι, γενικώς, οξειδωμένα … Dictionary of Greek