-
1 λαμβάνω
Grammatical information: v.Other forms: Aor. λαβεῖν (Il.), redupl. midd. λελα-βέσθαι (δ 388), pass. λαφθῆναι (Ion.), ληφθῆναι (Att.), λημφθῆναι (hell.); fut. λάψομαι (Ion.), λά[μ]ψεται (Alc., Hamm Grammatik 145), λαψῃ̃ 2. sg. (Dor.), λήψομαι (Att.), λήμψομαι (hell.); perf. εἴληφα (Att.), εἴλαφα (Dor.), λελάβηκα (Ion. Dor. Arc., also Att.), midd. εἴλημμαι (Att.), λέλημμαι (trag.), λέλαμμαι, λελάφθαι (Ion.),Derivatives: Very many derivv., many technical words with specific meanings: A. From λαβεῖν: 1. λαβή `grip, point of application etc.' (Alc. [ λάβα], Ion. Att.), of the compp. e. g. συλλαβή `grip, syllable etc.' (A., Att.); λαβίς f. `grip, cramp, tweezers' (hell.) with λαβίδιον (Dsc., Gal.), ἀντι-, κατα-, περι-λαβεύς `handgrip of a shield, peg etc.' (H., medic.; cf. Boßhardt 81), λάβιον `grip' (Str.), ἀπολάβειον `cramp' (Ph. Bel.). 2. - λάβος in compp. as ἐργο-λάβ-ος m. `untertaker' with - έω, - ία (Att., hell.). 3. - λαβής e. g. εὑ-λαβ-ής (: εὑ λαβεῖν) `careful' with - έομαι, - εια (IA.; lit. s. θρησκεύω, also Kerényi Byz.-Neugr. Jbb. 8, 306ff.). 4. ΛhαβΕτος PN (Att. epigr.). - B. From full-grade forms ( λήψομαι, ληφθῆναι): 1. λῆμμα ( ἀνά- λαμβάνω etc.) `taking in, accept' (Att.). 2. λῆψις ( ἀνά- λαμβάνω etc.), hell. λῆμψις `capture, apprehension, attack of a disease' (Hp., Att.), ἀπό-, διά-λαμψις = ἀπό-, διά-ληψις (Mytil., Kyme a. o.). 3. - λη(μ)πτωρ, e. g. συλ-λήπ-τωρ with συλλήπτρ-ια `participant, assistant' (Att.). 4. ἀνα-, κατα-ληπ-τήρ `scoop' resp. `clamp' (hell.), ἀνα- ληπτρ-ίς f. `connection' (Gal.). 5. παρα- λή(μ)π-της `tax-collector' (hell.), προσωπο-λήπ-της `who looks after the person' (NT). 6. ληπτικός ` receptive' (Arist.), further in comp., e. g. ἐπιληπτικός ` epileptic' (: ἐπίληψις, Hp.). 7. συλ-λήβ-δην adv. `taken together' (Thgn., A.). - On λάβρος s. v.; on ἀμφι-λαφής s. λάφυρον.Etymology: From Aegin. λhαβών, Att.ΛhαβΕτος and εἴληφα (and also hom. ἔ-λλαβον) we see IE. sl-; the Hom. present λάζομαι, for which λαμβάνω was an innovation (Schwyzer 699 f.; metr. uneasy? Kuiper Nasalpräs. 156) shows IE. gʷ; basis therefore IE. * slagʷ-. The aspiration in εἴληφα can be secondary (vgl. Schwyzer 772); perhaps another verb for `grasp' (s. λάφυρον) was involved; also some other formes were influenced by it. the zero grade must be secondary, *sl̥h₂- would hav got long ᾱ.Page in Frisk: 2,77-78Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαμβάνω
См. также в других словарях:
Πίκοκ, Τόμας Λαβ — (Peacock, 1785 – 1866). Άγγλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Αν και γιος λονδρέζου εμπόρου, δεν είχε καθόλου κλίση στο εμπόριο. Νέος ακόμα έγραφε στίχους και σατιρικά μυθιστορήματα. Από το 1819 εργαζόταν στην Εταιρεία των Ινδιών, όπου έφτασε σε… … Dictionary of Greek
εργολάβος — ο (AM ἐργολάβος) αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου με ορισμένη αμοιβή νεοελλ. 1. εκείνος που έχει ως επάγγελμα την εργολαβία, την ανάληψη τής εκτέλεσης έργων με ορισμένη αμοιβή 2. επιρρεπής σε ερωτοτροπία 3. γλυκό με αμύγδαλα και ασπράδι… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
λιθολάβος — λιθολάβος, ὁ (Α) λιθολαβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + λάβος (< θ. λαβ , πρβλ. ἔ λαβ ον, αόρ. τού λαμβάνω), πρβλ. δικο λάβος, εργο λάβος] … Dictionary of Greek
παντολάβος — ὁ, Α αυτός που παίρνει και σφετερίζεται τα πάντα από τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + λάβος (< θ. λαβ , πρβλ. ἔ λαβ ον, αόρ. β τού λαμβάνω), πρβλ. εργο λάβος] … Dictionary of Greek
χειρολάβος — ο, ΝΑ επίδεσμος από τον οποίο στηρίζεται τραυματισμένο χέρι, κν. κούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + λάβος (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β ἔ λαβ ον), πρβλ. ἐργο λάβος] … Dictionary of Greek
μεσόλαβον — και μεσολάβιον, τό, και μεσόλαβος, ὁ (Α) μαθηματικό εργαλείο τού Ερατοσθένη το οποίο χρησίμευε για την εύρεση τών μέσων ανάλογων γραμμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσο * + λαβος και λαβον και λαβιον (< θ. λαβ τού λαμβάνω), πρβλ. τριχο λάβιον, χειρο… … Dictionary of Greek
Μέρεντιθ, Τζορτζ — (George Meredith, Πόρτσμουθ 1828 – Μποξ Χιλ, Σάρεϊ 1909). Άγγλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Καταγόταν από ευγενική, αλλά μεσοαστική οικογένεια. Σπούδασε στη Γερμανία, όπου το κλίμα που προηγήθηκε της επανάστασης του 1848 είχε αποφασιστική… … Dictionary of Greek