Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λείβδην

См. также в других словарях:

  • λείβδην — (Α) επίρρ. κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειβ τού λείβω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, φύγ δην)] …   Dictionary of Greek

  • λείβδην — in drops indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείβω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.) 3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.) 4. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»