Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λώϊστος

См. также в других словарях:

  • αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… …   Dictionary of Greek

  • lē(i)-1 : lǝi- —     lē[i] 1 : lǝi     English meaning: to wish     Deutsche Übersetzung: “wollen”     Material: Gk. (Dor.) λῆν “wollen”, el. λεοίτᾱν “ἐθελοίτην”, gort. λείοι, λείοντι etc., Ion. λῆμα n. “volition”, *λώς “wish, Wahl” (to λῆν, as ζώς to ζῆν),… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»