Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λύσιμος

См. также в других словарях:

  • λύσιμος — λύσιμος, ον (Α) [λύω] 1. ικανός να λύνει 2. ικανός να ανακουφίζει 3. αυτός που μπορεί να τόν εξαγοράσει κάποιος 4. (για συλλογισμό) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί, να ανατραπεί 5. αυτός που χρειάζεται ερμηνεία («διὰ τὰ λύσιμα τῶν νόμων… …   Dictionary of Greek

  • λύσιμος — able to loose masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύσιμον — λύσιμος able to loose masc/fem acc sg λύσιμος able to loose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύσιμα — λύσιμος able to loose neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԼՈՒԾԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0894 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 12c, 13c ա. ῤοώδης, ῤυτός fluidus ἕκλυτος , λύσιμος solutilis διαλυόμενος solubilis. Լուծ. հոսանուտ. ծորելի. հեղուկ. խոնաւ. կակուղ. ցնդելի. սահական. փոփոխական. եղծելի. ապականացու …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»