Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λωπο-δύτης

См. также в других словарях:

  • καπηλοδύτης — καπηλοδύτης, ὁ (Α) αυτός που σύχναζε σε καπηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • πορνοδύτης — ὁ, Α αυτός που συχνάζει στα πορνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • χηραμοδύτης — ου, ὁ, Α αυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • λώπη — λώπη, ἡ (Α) (ποιητ. λ.) ιμάτιο, επενδύτης («δίπτυχον ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσα εὐεργέα λώπην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λώπη καθώς και η συνώνυμή της λῶπος (τὸ) εμφανίζουν την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα (*lōp ) τής ΙΕ ρίζας *lep «αποφλοιώνω, γδέρνω,… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοδυσία — ἡλιοδυσία, ἡ (Α) η δύση του ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + δυσια (< δυτης < δύω), πρβλ. λωπο δυσία] …   Dictionary of Greek

  • ηλιοδύσιον — ἡλιοδύσιον, τὸ (Α) η δύση τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + δυσιον (< δυτης < δύω), πρβλ. λωπο δύσιον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»