-
1 δύτης
-
2 δυτης
-
3 δύτης
-
4 δύτης
δύτης, ὁ, der -
5 δύτης
δύτηshrine: fem gen sg (attic epic ionic)δύτηςdiver: masc nom sg -
6 δύτης
ο водолаз -
7 δύτης
[дитис] ουσ α водолаз. -
8 δύτης
diverΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δύτης
-
9 σισυρνο-δύτης
σισυρνο-δύτης, ὁ, der in eine σίσυρνα kriecht od. schlüpft, mit einem Flausrocke bekleidet ist, Lycophr. 634.
-
10 σισυρο-δύτης
σισυρο-δύτης, ὁ, = σισυρνοδύτης, v. l.
-
11 τρωγλο-δύτης
τρωγλο-δύτης, ὁ, der in Höhlen schlüpft, in Höhlen wohnt, Arist. H. A. 8, 12; bes. – a) Name eines Vogels, wie unsers Zaunkönigs, sonst τρόχιλος, Arist. – b) Name eines Volkes, s. nom. pr.
-
12 χαμα-δύτης
χαμα-δύτης, ὁ, der Erdkriecher, eine Erdschnecke, Hesych.
-
13 χηραμο-δύτης
χηραμο-δύτης, ὁ, der in Löcher od. Höhlen kriecht, Leon. Tar. 91 (VII, 295), [wo υ in der Vershebung lang ist].
-
14 ψαμμο-δύτης
ψαμμο-δύτης, ὁ, Sandkriecher Sandschlüpser, ein Fisch, Athen.; auch eine Schlange, die sich im Sande verkriecht, im Sande wohnt, Hesych.
-
15 καπηλο-δύτης
καπηλο-δύτης, ὁ, Schenkenkriecher, der sich immer in den Weinschenken umhertreibt, Hesych.
-
16 καλαμο-δύτης
καλαμο-δύτης, ὁ, Rohrkriecher, ein Vogel, Ael. H. A. 6, 46.
-
17 βου-δύτης
βου-δύτης, ὁ, ein kleiner Vogel, Opp. Ixeut. 3, 2.
-
18 λωπο-δύτης
λωπο-δύτης, ὁ, eigtl. Kleiderschlüpser, der in fremde Kleider schlüpft, Kleiderdieb, der den Badenden ihre Kleider entwendet oder auch auf der Straße den Vorübergehenden ihre Kleider mit Gewalt wegreißt; Ar. Av. 494 Th. 817; Lys. 10, 10. 13, 68 u. A.; übh. Dieb, Räuber, neben ἀνδραποδιστής, als todeswürdiger Verbrecher, Dem. 4, 47; Pol. 13, 6, 4, u. öfter in der Anth. In B. A. 276 auch ὁ τὰ τῶν νεκρῶν ἱμάτια κλέπτων. Uebertr., λωποδύτας ἀλλοτρίων ἐπέων, Pollian. 1(XI, 130). Vgl. das Vorige.
-
19 θαιρο-δύτης
θαιρο-δύτης, ὁ, Ring am Joch, durch den die Zügel gehen, Hesych.
-
20 ἀμμο-δύτης
ἀμμο-δύτης, ὁ, Sandkriecher, Schlangenart, Strab.
См. также в других словарях:
δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… … Dictionary of Greek
δύτης — δύτη shrine fem gen sg (attic epic ionic) δύτης diver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύτης — ο ο βουτηχτής: Στολή δύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δύτω — δύτης diver masc gen sg (attic epic ionic) δύ̱τω , δύω 2 cause to sink aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμοδύτης — ο (Α καλαμοδύτης) είδος πτηνού που ζει στους καλαμιώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. αμμο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
καπηλοδύτης — καπηλοδύτης, ὁ (Α) αυτός που σύχναζε σε καπηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
πορνοδύτης — ὁ, Α αυτός που συχνάζει στα πορνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
χηραμοδύτης — ου, ὁ, Α αυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
θαιροδύτης — θαιροδύτης, ό (Α) πληθ. οί θαιροδύται οι κρίκοι διά μέσου τών οποίων διέρχονται τα ηνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαιρός* + δύτης (< δύω), πρβλ. εκ δύτης, επεν δύτης] … Dictionary of Greek
λωποδύτης — ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης) επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι») αρχ. 1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους… … Dictionary of Greek
σισυρνοδύτης — ὁ, Α ντυμένος με σίσυρνα*, με κάπα ή γούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίσυρνα, άλλος τ. τού σισύρα «κάπα» + δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. ῥακο δύτης, τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek