Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λυκάβας

См. также в других словарях:

  • λυκάβας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Κενταύρους. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι όταν ο Πείριθος παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια, οι Κένταυροι προσπάθησαν να απαγάγουν αυτή και άλλες γυναίκες. Ο Λ. πρόλαβε και έφυγε από τη διαμάχη που… …   Dictionary of Greek

  • λυκάβας — λυκάβᾱς , λυκάβας year masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκαβαντίδας — λυκάβας year fem acc pl λυκαβαντίδες year fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκαβάντων — λυκάβας year masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντα — λυκάβας year masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντας — λυκάβας year masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντες — λυκάβας year masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντι — λυκάβας year masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντος — λυκάβας year masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκάβαντ' — λυκάβαντα , λυκάβας year masc acc sg λυκάβαντι , λυκάβας year masc dat sg λυκάβαντε , λυκάβας year masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκαβαντίς — λυκαβαντίς, ίδος, ἡ (Α) [λυκάβας] (μόνο στη φρ.) «λυκαβαντίδες ὧραι» οι ώρες που συναποτελούν το έτος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»