Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λοιδορεῖν

См. также в других словарях:

  • λοιδορεῖν — λοιδορέω abuse pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ступать — аю, ступить, плю, укр. ступати, ступити, др. русск. ступити, ст. слав. стѫпити πατεῖν (Супр.), болг. стъпям, сербохорв. ступати, сту̑па̑м, ступити, сту̑пи̑м, словен. stȯpati, stȯpam, stȯpiti, stọ̑pim, чеш. stoupati, stoupiti, слвц. stuраt᾽,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αεισχορρούν — ἀεισχορροῡν, το (Α) λέξη φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το αἰσχρόν «τὸ μὲν τοίνυν αἰσχρόν καὶ δὴ κατάδηλόν μοι φαίνεται ὅ νοεῑ καὶ τοῡτο γὰρ τοῑς ἔμπροσθεν ὁμολογεῑται. Τὸ γὰρ ἐμποδίζον καὶ ἴσχον τῆς ῥοῆς τὰ ὄντα λοιδορεῑν… …   Dictionary of Greek

  • επίνοια — η (AM ἐπίνοια) 1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.) 2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.) αρχ. 1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κυρηβάτης — ἡ κυριβάτης, ὁ (Α) [κυρηβάζω] 1. φιλόνεικος, εριστικός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἀσελγὴς ἐν τῷ λοιδορεῑν» …   Dictionary of Greek

  • λυβάζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορεῑν» …   Dictionary of Greek

  • προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • las- —     las     English meaning: willing, active, covetous     Deutsche Übersetzung: “gierig, lasziv, mutwillig, ausgelassen sein”     Material: O.Ind. laṣati “begehrt” (*la ls ati), lülasa “begierig, violent, verlangend”, ullasita “ausgelassen,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • steb(h)- and stēb(h)- : stǝbh-, nasalized stemb(h)-; step- (also stēp-?), nasalized stemp-; nominal stǝbho-s, stemb(h)ro-s, stomb(h)o-s —     steb(h) and stēb(h) : stǝbh , nasalized stemb(h) ; step (also stēp ?), nasalized stemp ; nominal stǝbho s, stemb(h)ro s, stomb(h)o s     English meaning: post, pillar, stump; to support, etc..     Deutsche Übersetzung: Bedeutungsumfang:… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»