-
1 κατ-τά
-
2 κατ-εύχομαι
κατ-εύχομαι, anwünschen, Gelübde, Gebete gegen Einen aussprechen; οἵας γ' ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχας Aesch. Spt. 615; κατεύχομαι δὲ τὸν δεδρακότα κακὸν κακῶς ἐκτρῖψαι βίον Soph. O. R. 246; τῶν Ἀχαιῶν frg. 894; Plat. Rep. III, 393 a; Eur. I. T. 536; in Prosa, Plat. Legg. XI, 934 e; πολλὰ καὶ δεινὰ κατ' αὐτῶν Plut. Num. 12. – Uebh. beten, wünschen, erflehen; absolut, Aesch. Ag. 1223 Soph. Tr. 761 Her. 2, 40; mit folgdm acc. c. inf., Aesch. Eum. 882 Soph. O. C. 1571; τοῖς Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γενέσϑαι Her. 1, 132; τί, Soph. Ai. 385; κατ. σοὶ τἀγαϑόν Eur. I. A. 1186; – geloben, κατεύχονται τῇ ϑεῷ ἀπάξειν αὐτῇ τακτὰς ἑταίρας Ath. XIII, 573 e; – τινί, Einen anflehen, zu Einem flehen, Aesch. Ch. 86. 137. – Auch = großprahlen, sich rühmen, wie das simplex, Theocr. 1, 97.
-
3 κατ-αντικρύ
κατ-αντικρύ, gerade gegenüber; τινί, Thuc. 7, 57 u. öfter; εἰς τὸ κατ. ἀποχωρήσαντες Plat. Lvs. 207 a, öfter; Σηστὸν κατ. ὄντα Ἀβύδου Xen. Hell. 4, 8, 5; Eubul. Ath. XI, 473 d. – Bei Hom., καταντικρὺ τέγεος πέσεν Od. 10, 559, vgl. 11, 64, entspricht es dem ἄψοῤῥον καταβῆναι, Elpenor vergaß zurück die Treppe hinunter zu gehen, ging geradeaus u. stürzte vom Dach hinab. – Bei D. Cass. 57, 7 u. Aristaen. 2, 5 steht καταντικρύς; vgl. Phryn. 443. [Bei Hom. ist des Verses wegen υ lang.]
-
4 κατ-άκρας
-
5 κατ-έν-ωπα
κατ-έν-ωπα ( ἐνωπή), grad ins Angesicht, grad entgegen; κατ. ἰδὼν Δαναῶν Il. 15, 320; Orph.; besser getrennt zu schreiben, κατ' ἐνῶπα, s. Spitzner Il. a. a. O. u. Lob. Paralip. 169.
-
6 κάτ-οπτρον
κάτ-οπτρον, τό, der Spiegel, in dem man sich sieht, vgl. εἴςοπτρον, welche Form B. A. 102 vorgezogen wird; sie waren bei den Griechen von polirtem Metall, κάτοπτρον εἴδους χαλκός ἐστ', οἶνος δὲ νοῦ Aesch. frg. 279; Eur. Hipp. 429 Rl. 1071; τὴν τῶν κατόπτρων εἰδωλοποιΐαν Plat. Tim. 46 a; von Waffen, ὥςπερ κάτ. ἐξέλαμπεν Xen. Cyr. 7, 1, 1. – Uebertr., ὁμιλίας κάτ., ein Bild von Freundschaft, Aesch. Ag. 813.
-
7 κατ-τάδε
-
8 κατ-αρχάς
κατ-αρχάς, d. i. κατ' ἀρχάς, anfangs, von Anfang an, richtiger getrennt geschrieben. S. ἀρχή.
-
9 κατ-αστράπτω
κατ-αστράπτω, herabblitzen; τοῦ κατ' ἄκρον Οἰταῖον νάπος Διὸς καταστράπτοντος Soph. Trach. 437; impers., Plut. Galb. 23; mit dem Blitze niederschmettern, τινά, Themist. or. 27 p. 338 d; blenden, τὰς ὄψεις Plut. Timol. 28; mit Glanz erfüllen, ἐπιχρύσοις ὅπλοις τὸ πεδίον Hel. 9, 14; a. Sp.
-
10 κατ-αυτόθι
κατ-αυτόθι, richtiger κατ' αὐτόϑι, Il. 21, 201 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 16.
-
11 κατ-αυτίκα
κατ-αυτίκα, richtiger κατ' αὐτίκα, Theocr. 3, 21.
-
12 κατ-ευθύ
-
13 κατ-ευνήτειρα
κατ-ευνήτειρα, ἡ, fem. von κατ-ευνητής, ὁ, = κατευναστής, Paul. Sil. Ecphr. 578.
-
14 κατ-εγ-χαίνω
κατ-εγ-χαίνω (s. χαίνω), mit offenem Munde verhöhnen, verlachen, ταῖς ἐμαῖς τύχαις Ar. Ach. 1159, aber nach cod. Rav. κᾆτ' ἐγχανεῖται.
-
15 κατ-αντι-πέρᾱς
κατ-αντι-πέρᾱς, gegenüber, wie ἀντιπέρας; ἐν χεῤῥονήσῳ τῇ κατ. Ἀβύδου Xen. An. 1, 1, 9; Sp.
-
16 κατ-αντίος
-
17 κατ-αγοράζω
κατ-αγοράζω, ankaufen; φορτία Dem. 34, 7; in Ephipp. bei Ath. VIII, 359 a will Mein. κἆτ' ἀγοράσαι dafür schreiben.
-
18 κατ-αίρεσις
κατ-αίρεσις, ἡ, u. κατ-αιρέω, ion. = καϑαίρεσις, καϑαιρέω, Her.
-
19 κατ-οπτευτήριος
κατ-οπτευτήριος, ausspähend, zum Ausspähen geeignet, τὸ κατ. Schol. Eur. Phoen. 240. Vgl. κατοπτήριος.
-
20 κατ-ουρανόθεν
κατ-ουρανόθεν, richtiger κατ' οὐρανόϑεν.
См. также в других словарях:
κατ — κάτ (Α) συγκεκ. τ. τής πρόθ. κατά, που χρησιμοποιείται μερικές φορές πριν από λέξεις που αρχίζουν από τ … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
Κατ' εξοχήν — (kat exochen) (греч.) по преимуществу; прежде всего. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
κατ' — κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄτ' — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg ἔται , ἔται clansmen masc nom/voc pl ἔτα , ἔτης clansmen masc voc sg ἔτα , ἔτης clansmen masc nom sg (epic) ἔται ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης … Dictionary of Greek