Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λιμπάνω

См. также в других словарях:

  • λιμπάνω — (Α) λείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λείπω] …   Dictionary of Greek

  • λιμπάνω — λείπω leave pres subj act 1st sg λείπω leave pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλιμπάνω — Α παραλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λιμπάνω, τ. ισοδύναμος τού λείπω (πρβλ. κατα λιμπάνω)] …   Dictionary of Greek

  • απολιμπάνω — ἀπολιμπάνω (Α) [λιμπάνω] απολείπω* …   Dictionary of Greek

  • διαλιμπάνω — (AM) [λιμπάνω] 1. διαλείπω 2. εγκαταλείπω …   Dictionary of Greek

  • κίνδαξ — κίνδαξ, ακος, ό, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) ευκίνητος, γρήγορος 2. (κατά τον Φώτ.) κίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίνδ αξ. Η λ. εμφανίζει θ. κινδ < *ki nd (μηδενισμένη βαθμίδα ki τής ΙΕ ρίζας *kei «θέτω σε κίνηση, βρίσκομαι εν κινήσει» με επαύξηση nd …   Dictionary of Greek

  • καταλιμπάνω — (AM καταλιμπάνω) εγκαταλείπω, αφήνω νεοελλ. (για διαθήκη ή άλλο έγγραφο που παρέχει δικαιώματα) ακυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λιμπάνω «εγκαταλείπω»] …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • περιλιμπάνω — Α περιλείπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λιμπάνω «εγκαταλείπω», μτγν. τ. τού λείπω] …   Dictionary of Greek

  • προλιμπάνω — Α (ποιητ. τ.) προλείπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λιμπάνω, ποιητ. τ. τού λείπω] …   Dictionary of Greek

  • υπολιμπάνω — ΜΑ 1. αφήνω πίσω ως υπόλοιπο, καταλείπω 2. (αμτβ.) εκλείπω, σώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λιμπάνω «λείπω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»