-
1 λείπω
Grammatical information: v.Meaning: `let, leave, leave behind', intr. `to be wanting, disappear', midd. `depart'.(Il.)Other forms: λιμπάνω (Sapph., Hp., Th., v. l. Λ 604), fut. λείψω, aor. 2 λιπεῖν, perf. λέλοιπα (alle Il.), midd. λέλειμμαι (Il.), aor. pass. λειφθῆναι (h. Merc., Pi.), aor. 1 λεῖψαι (Ar.),Compounds: often with prefix, e. g. ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, κατα-, ὑπο-, As 1. member in mehreren governing compp., partly with privative meaning, e. g. λιπό-τεκνος `childless' (Pi.), s. Schwyzer 442; on the stemformation see Sommer Nominalkomp. 124 f.; also with inversion of the members as σαρκο-λιπής (AP) for λιπό-σαρκος (Hp.). Besides note λειψ(ι)- in λειψ-υδρ-ία `dirt of water' (Thphr.) etc.Derivatives: Subst.: 1. λεῖμμα ( ὑπό-, κατά-, ἔλ- λείπω etc.) `rest' (IA., Arist.). 2. λεῖψις ( ἔκ-, ἀπό- λείπω etc.) `leaving, be absent' (IA.). 3. λείψανον, most pl. -α `remainder' (E., Ar., Pl. 4. ἐκλειπ-ία `lack' (J.; cf. ἐκλιπ-ής below). - Adj.: 5. λοιπός (also ὑπό-, κατά- λείπω a. o. from ὑπο-λείπω etc.) `remaining' (posthom.) with ( ὑπο)λοιπ-άς f. `rest' (pap.), ἀπολοιπ-ασία `id.' (Hero, pap.; *ἀπολοιπ-άζω: ἀπόλοιπ-ος; Chantraine Form. 85, Schwyzer 469). 6. ἐκ-, ἐν-, ὑπο-λιπ-ής etc. (v. l. - λειπής) `lacking, remaining etc.' (Att.). 7. ἐκ-, ἐν-, παρα-, ὑπο-λειπτικός `regarding the ἔκλειψις' (hell.). - On its own is λίσσωμεν ἐάσωμεν H.; the explanation is dubious, cf. Schwyzer 692.Origin: IE [Indo-European] [669] `let, leave behind'Etymology: The thematic root aorist ἔ-λιπ-ε has exact parallels in Arm. e-lik', Skt. á-ric-a-t, IE *é-likʷ-e-t `he left'. With λέ-λοιπ-α agrees except the accent and the reduplication vowel Skt. ri-réc-a; without reduplication Germ., e.g. Goth. laiƕ, Lat. līqu-ī, IE *- loikʷ-. The nasalpresent λι-μ-π-άν-ω resembles best Arm. lk`-an-em (IE * likʷ-); nasalpresents of diff. formation are found also elsewhere, e. g. Skt. (3. sg.) ri-ṇá-k-ti, Lat. li-n-qu-ó. With the thematic root present λείπω agree Germ., e. g. Goth. leiƕan, OHG līhan `loan' (PGm. *līhu̯-) and Lith. liekù `let'; the last stands for older athemat. liek-mì. The Germ. present may go back on a nasalized *liŋhu̯-, which would agree with Lat. linquō. Note λοιπός beside the subst. Skt. ati-reka- m., Lith. ãt-laikas, OCS otъ-lěkъ `remainder' (IE *- loikʷ-o-); cf. Porzig Satzinhalte 304, Gliederung 167. - Further details WP. 2, 396f., Pok. 669f., W.-Hofmann s. linquō, Fraenkel s. lìkti.Page in Frisk: 2,99-100Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λείπω
-
2 λιπόσαρξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπόσαρξ
См. также в других словарях:
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
ισχνόσαρκος — η, ο (Μ ἰσχνόσαρκος, ον) αυτός που έχει ισχνές σάρκες, λιπόσαρκος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] … Dictionary of Greek
λινόσαρκος — λινόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει σώμα λευκό και απαλό, απαλόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λιπό σαρκος] … Dictionary of Greek
περισσόσαρκος — ον, Μ αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά πολύσαρκος, σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, μικρό σαρκος] … Dictionary of Greek
εύσαρκος — η, ο (ΑΜ εὔσαρκος, ον) νεοελλ. πολύσαρκος, ευτραφής, παχουλός μσν. συμμετρικός στο σώμα μσν. αρχ. αυτός τού οποίου το σώμα βρίσκεται σε καλή κατάσταση αρχ. (για κρέας) καλής ποιότητας, χωρίς περιττά λίπη και κόκαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σαρκος… … Dictionary of Greek
κρυσταλλόσαρκος — κρυσταλλόσαρκος, η, ον (Μ) αυτός που η σάρκα του είναι διάφανη και λαμπερή σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + σαρκος (< σάρξ, κός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] … Dictionary of Greek
μικρόσαρκος — μικρόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει λίγο κρέας, λίγη σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος] … Dictionary of Greek
στερεόσαρκος — ον, Α αυτός που έχει σφιχτό κρέας («ὁ ἀνὴρ στερεοσαρκότερος ἐὼν τῆς γυναικός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος] … Dictionary of Greek
ωμόσαρκος — ον, Μ ο αποτελούμενος από ωμές σάρκες, ωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος] … Dictionary of Greek
μεγαλόσαρκος — μεγαλόσαρκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλες σάρκες 2. σαρκικός, αισθησιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σάρξ, σαρκός (πρβλ. λιπό σαρκος)] … Dictionary of Greek
πολυσαρκής — ές, Μ πολύσαρκος, παχύσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαρκής (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπο σαρκής] … Dictionary of Greek