Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λιπό-σαρκος

См. также в других словарях:

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • ισχνόσαρκος — η, ο (Μ ἰσχνόσαρκος, ον) αυτός που έχει ισχνές σάρκες, λιπόσαρκος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • λινόσαρκος — λινόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει σώμα λευκό και απαλό, απαλόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλό σαρκος, λιπό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • περισσόσαρκος — ον, Μ αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά πολύσαρκος, σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, μικρό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • εύσαρκος — η, ο (ΑΜ εὔσαρκος, ον) νεοελλ. πολύσαρκος, ευτραφής, παχουλός μσν. συμμετρικός στο σώμα μσν. αρχ. αυτός τού οποίου το σώμα βρίσκεται σε καλή κατάσταση αρχ. (για κρέας) καλής ποιότητας, χωρίς περιττά λίπη και κόκαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σαρκος… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλόσαρκος — κρυσταλλόσαρκος, η, ον (Μ) αυτός που η σάρκα του είναι διάφανη και λαμπερή σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + σαρκος (< σάρξ, κός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • μικρόσαρκος — μικρόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει λίγο κρέας, λίγη σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • στερεόσαρκος — ον, Α αυτός που έχει σφιχτό κρέας («ὁ ἀνὴρ στερεοσαρκότερος ἐὼν τῆς γυναικός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • ωμόσαρκος — ον, Μ ο αποτελούμενος από ωμές σάρκες, ωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόσαρκος — μεγαλόσαρκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλες σάρκες 2. σαρκικός, αισθησιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σάρξ, σαρκός (πρβλ. λιπό σαρκος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυσαρκής — ές, Μ πολύσαρκος, παχύσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαρκής (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπο σαρκής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»