Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λευκαί

См. также в других словарях:

  • Λευκαί — Λευκή fem nom/voc pl Λευκής masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκαί — λευκός light fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκᾶι — Λευκᾷ , Λευκή fem dat sg (doric aeolic) Λευκᾷ , Λευκής masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκᾶι — λευκᾷ , λευκός light fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεῦκαι — Λεύκη leprosy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεῦκαι — λεύκη leprosy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεῦκ' — Λεῦκαι , Λεύκη leprosy fem nom/voc pl Λεῦκε , Λεῦκος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεῦκ' — λεῦκαι , λεύκη leprosy fem nom/voc pl λεῦκε , λεῦκος a fish masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • λεύκη — I (Βοτ.). Βλ. λ. λεύκα ή λεύκη. II (Ιατρ.). Κοινή ονομασία δερματικής πάθησης (vitiligo vulgaris) κατά την οποία εμφανίζεται διαταραχή χρώσης του δέρματος οφειλόμενη στην εξαφάνιση της μελανίνης κατά περιοχές. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, αν… …   Dictionary of Greek

  • Lefkés — Le kafenio de Lefkes. Lefkés (en grec moderne οι Λεύκες, en katharevousa αι Λεύκαι) est le principal village dans la montagne au centre de l île de Paros. Somma …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»