-
1 отбелить
-елю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отбеленный, βρ: -лен, -лена1, -леноρ.σ.μ.1. λευκαί,νω, ασπρίζω.2. απολευκαίνω, τελειώνω το άσπρισμα, τη λεύκανση.λευκά ίν ο μα ι, ασπρίζω, γίνομαι άσπρος.
См. также в других словарях:
Λευκαί — Λευκή fem nom/voc pl Λευκής masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκαί — λευκός light fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λευκᾶι — Λευκᾷ , Λευκή fem dat sg (doric aeolic) Λευκᾷ , Λευκής masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκᾶι — λευκᾷ , λευκός light fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεῦκαι — Λεύκη leprosy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῦκαι — λεύκη leprosy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεῦκ' — Λεῦκαι , Λεύκη leprosy fem nom/voc pl Λεῦκε , Λεῦκος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῦκ' — λεῦκαι , λεύκη leprosy fem nom/voc pl λεῦκε , λεῦκος a fish masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
λεύκη — I (Βοτ.). Βλ. λ. λεύκα ή λεύκη. II (Ιατρ.). Κοινή ονομασία δερματικής πάθησης (vitiligo vulgaris) κατά την οποία εμφανίζεται διαταραχή χρώσης του δέρματος οφειλόμενη στην εξαφάνιση της μελανίνης κατά περιοχές. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, αν… … Dictionary of Greek
Lefkés — Le kafenio de Lefkes. Lefkés (en grec moderne οι Λεύκες, en katharevousa αι Λεύκαι) est le principal village dans la montagne au centre de l île de Paros. Somma … Wikipédia en Français