Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λεκροί

См. также в других словарях:

  • λικροί — και λεκροί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ὄζοι τῶν ἐλαφείων κεράτων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. λέχριος] …   Dictionary of Greek

  • λοκρός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Μαίρας, κόρης του Προίτου και της Αντείας. Βοήθησε τον Αμφίωνα και τον Ζήθο να χτίσουν τη Θήβα. 2. Γιος του Δία και της Μεγακλούς ή Μεγακλίτης, κόρης του Μάκαρα, και αδελφός της Θήβης. Βοήθησε… …   Dictionary of Greek

  • el-8, elē̆ i-, lē̆ i- —     el 8, elē̆ i , lē̆ i     English meaning: to bow, bend; elbow, *rainbow     Deutsche Übersetzung: “biegen”     Material: A. Here names position themselves at first for “elbow” and “ulna, ell”: Gk. ὠλένη “elbow”, ὠλήν, ένος ds.; ὠλέκρᾱνον… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»