-
1 ολεκρανον
-
2 ολέκρανον
-
3 ὀλέκρανον
-
4 ὀλέκρανον
Grammatical information: n.Meaning: `point of the elbow'See also: s. ὠλέκρανον.Page in Frisk: 2,375Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀλέκρανον
-
5 ὠλέκρανον
A = ὠλένης κρανίον ( Ἀριστοφάνης ὀλέκρανα λέγει τὰ τῶν ὠλενῶν κρανία Suid.s.v. ὀλέκρανον,) point of the elbow, Arist.HA 493b27 (v.l. ὀλέκρανον), al.; Hp. used ἀγκών for ὠλέκρανον, acc. to Gal. UP2.2,14: but ὀλέκρ. is found in Hp.Epid.7.61. [ ὀλέκρανον is required by the metre in Ar. Pax 443;τὸ ὠλέκρανον διὰ τοῦ ω ¯ προφέρουσιν, ἡ δὲ συνήθεια διὰ τοῦ ο ¯ Hellad.
ap. Phot.p.533 B.; Phot. has ὠλ-, but places it after ὀλέκει.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠλέκρανον
-
6 ωλεκρανον
-
7 ολεκράνοις
-
8 ὀλεκράνοις
-
9 ολεκράνου
-
10 ὀλεκράνου
-
11 ολεκράνω
-
12 ὀλεκράνῳ
-
13 ολεκράνων
-
14 ὀλεκράνων
-
15 ολέκρανα
-
16 ὀλέκρανα
-
17 κύβιτον
A elbow, Lat. cubitum, Hp.Loc.Hom.6; Sicilian for [dialect] Att. ὀλέκρανον, Ruf.Onom.79, cf.Poll.2.141: wrongly expld. as κυβοειδὲς ὀστάριον by Bacch. ap. Erot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύβιτον
-
18 λέκρανα
λέκρανα, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λέκρανα
См. также в других словарях:
ολέκρανον — ὀλέκρανον, τὸ (Α) βλ. ωλέκρανον … Dictionary of Greek
ὀλέκρανον — ὀλέκρᾱνον , ὀλέκρανον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
ωλέκρανο — το / ὠλέκρανον, ΝΑ, και ολέκρανο και ωλενόκρανο Ν, και ὀλέκρανον και ὠλενόκρανον Α ανατ. προεξέχουσα απόφυση τού άνω άκρου τής ωλένης, που σχηματίζει το οπίσθιο μέρος τής άρθρωσης τού αγκώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὠλενό κρανον, με συλλαβική ανομοίωση… … Dictionary of Greek
ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… … Dictionary of Greek
ὀλεκράνοις — ὀλεκρά̱νοις , ὀλέκρανον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλεκράνου — ὀλεκρά̱νου , ὀλέκρανον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλεκράνων — ὀλεκρά̱νων , ὀλέκρανον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλεκράνῳ — ὀλεκρά̱νῳ , ὀλέκρανον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέκρανα — ὀλέκρᾱνα , ὀλέκρανον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)