Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀλέκρανον

См. также в других словарях:

  • ολέκρανον — ὀλέκρανον, τὸ (Α) βλ. ωλέκρανον …   Dictionary of Greek

  • ὀλέκρανον — ὀλέκρᾱνον , ὀλέκρανον neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • ωλέκρανο — το / ὠλέκρανον, ΝΑ, και ολέκρανο και ωλενόκρανο Ν, και ὀλέκρανον και ὠλενόκρανον Α ανατ. προεξέχουσα απόφυση τού άνω άκρου τής ωλένης, που σχηματίζει το οπίσθιο μέρος τής άρθρωσης τού αγκώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὠλενό κρανον, με συλλαβική ανομοίωση… …   Dictionary of Greek

  • ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… …   Dictionary of Greek

  • ὀλεκράνοις — ὀλεκρά̱νοις , ὀλέκρανον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλεκράνου — ὀλεκρά̱νου , ὀλέκρανον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλεκράνων — ὀλεκρά̱νων , ὀλέκρανον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλεκράνῳ — ὀλεκρά̱νῳ , ὀλέκρανον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέκρανα — ὀλέκρᾱνα , ὀλέκρανον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»