-
1 λεικνάριον
λεικνάριον, [full] λεικνίζω, [full] λεῖκνον, ff.ll.for λικν-. [full] λείκρικα· σειραί, σχοινία, πλέγματα, Hsch. (Cf. λέκρικα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεικνάριον
-
2 λέκρανα
λέκρανα, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λέκρανα
См. также в других словарях:
λείκρικα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σειραί, σχοινιά, πλέγματα» … Dictionary of Greek