Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κάπη

См. также в других словарях:

  • κάπη — crib fem nom/voc sg (attic epic ionic) κάπτω gulp down aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 654 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, 43 χλμ. ΒΔ της Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου του νομού Λέσβου. * * * κάπη, ἡ (Α) η φάτνη («ἐφ ἱππίῃσι κάπῃσι», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • κάπαι — κάπη crib fem nom/voc pl κάπᾱͅ , κάπη crib fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπην — κάπη crib fem acc sg (attic epic ionic) κάπτω gulp down aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) κάπτω gulp down aor ind pass 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπης — κάπη crib fem gen sg (attic epic ionic) κάπτω gulp down aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπῃσι — κάπη crib fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπῃσιν — κάπη crib fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπάνη — καπάνη, ἡ (Α) 1. άμαξα 2. κάπη* 3. είδος περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεσσαλική λ., αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παρ. τών κάπη, κάπτω και εμφανίζει επίθημα ᾱνᾱ (πρβλ. ἀπ ήνη). Η λ. συνδέεται πιθ. με γαλατορρωμαϊκό capanna «παράπηγμα, καλύβα»] …   Dictionary of Greek

  • κάπα — κάπᾱ , κάπη crib fem nom/voc/acc dual κάπᾱ , κάπη crib fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπας — κάπᾱς , κάπη crib fem acc pl κάπᾱς , κάπη crib fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • прасол — скупщик рыбы и мяса , ю. в. р., скупщик скота , тамб., перекупщик, кулак , курск., скупщик холста, пеньки, щетины , курск., орл. (Даль), укр. прасол мелкий торговец преимущественно вяленой рыбой и солью , др. русск. прасолъ [ скупщик, барышник ]… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»