Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κᾰπᾱνικός

См. также в других словарях:

  • καπανικός — καπανικός, ή, όν (Α) (αμφβλ. ερμ.) τεράστιος ή χορταστικός («τὰ Θετταλικὰ [ενν. δεῑπνα] μὲν πολὺ καπανικώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Απαντά μόνο στον συγκριτ. βαθμό καπανικώτερα και προέρχεται από τη λ. καπάνη] …   Dictionary of Greek

  • καπανικά — καπανικός enormous neut nom/voc/acc pl καπανικά̱ , καπανικός enormous fem nom/voc/acc dual καπανικά̱ , καπανικός enormous fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπανικώτερα — καπανικός enormous neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»