-
1 κάπησι
-
2 κάπῃσι
-
3 κάπηισι
κάπῃσι, κάπηcrib: fem dat pl (epic ionic) -
4 κάπη
A crib, manger, [ ἵππους]κατέδησαν ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Il.8.434
;ἐφ' ἱππείῃσι κάπῃσι Od.4.40
;βουστάθμου κάπης S.Ichn.8
;ἀντὶ κάπης Lyc.95
: [full] κάπηθεν as Adv., Suid. -
5 κάπη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάπη
См. также в других словарях:
κάπῃσι — κάπη crib fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπηισι — κάπῃσι , κάπη crib fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 350 μ., 654 κάτ.) της Μυτιλήνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, 43 χλμ. ΒΔ της Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου του νομού Λέσβου. * * * κάπη, ἡ (Α) η φάτνη («ἐφ ἱππίῃσι κάπῃσι», Ομ.… … Dictionary of Greek