-
1 κυνάρα
A = κινάρα, S.Fr. 348, cf. Scyl. or Polemoap.Ath.2.70c, Gal.6.636;ἄκανθα κυνάρα Hecat.291
J.:—also [full] κύνᾰρος (expl. as = κυνόσβατος by Did. ap. Ath.l.c.). -
2 πληθύω
A :—intr. form of πληθύνω, to be or become full, c. gen.,νεκρῶν π. πέδον E.HF 1172
;ἡ πόλις π. ἀνδρῶν Arist.Pol. 1270a39
; ἡ τοῦ γάλακτος πληθύουσα τροφή ib. 1336a7: c. dat.,πληθύοι αὐτῷ οἶκος παίδων γοναῖς IG12(9).1179.38
(Euboea, ii A.D.): abs., ἀγορῆς πληθυούσης, v. ἀγορά IV;ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων IG12.114.26
,al., cf. Schwyzer 412 ([place name] Elis); of rivers, swell, rise, Hdt.2.19,20, etc.:—[voice] Med., ἐπεὰν πληθύεσθαι ἄρχηται ὁ Νεῖλος (v.l. πλήθεσθαι) ib. 93.2 increase in number, multiply, A.Ch. 1057, Pl.Lg. 678b; increase in time,ὁ πληθύων χρόνος S.OC 930
:—[voice] Med., φῦλον ἐν τῷ ἑνὶ -όμενον possessing multiplicity in unity, Iamb.Myst.1.6.II πληθύνω is generally trans., - ύω intr.; but πληθύω is trans. in S.Fr. 718, κύναρος ἄκανθα πάντα πληθύει γύην, and πληθύομαι is [voice] Pass. (in signf. make multiple, 'plurify') in Procl.Inst. 125, Dam.Pr. 139: πληθύνω is intr. in later writers, Arist.Mete. 351b7, GA 738a37 (in both places with v.l.), LXXEx.1.20, al., v.l. in Nic.Dam.19 J., Act.Ap.6.1, Hdn. 3.8.8; and πληθύομαι is [voice] Med. in Hdt.2.93 (s.v.l., v. supr.), and in codd. of A.Supp. 604; cf.συμπληθύω. [ἐπλήθῠον A.Pers. 421
; πληθῡεται dub. in Id.Supp. 604; quantity of υ elsewh. indeterminate.] -
3 κινάρα
Grammatical information: f.Meaning: `artichocke' (hell.).Compounds: κιναρη-φάγος (Juba)Derivatives: κιναρέων (pap.) `a.-bed'Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained. Does ι\/υ point to Pre-Greek?Page in Frisk: 1,854Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κινάρα
См. также в других словарях:
κύναρος — Νησίδα του Αιγαίου πελάγους. Βλ. λ. Κίναρος. * * * κύναρος, ἡ (Α) φρ. «κύναρος ἄκανθα» αγκινάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κυνάρα*] … Dictionary of Greek
CINARA — apud Columellam, l. 10. v. 235. Horrida ponatur Cinara. ex Graeco Κινάρα, Latinis Carduns, Siculis olim cactus est, quem articactum hodie Galli vocant, Artichaut. Athen. l. 11. Τίς δὲ τούτοις οὐχι πειθόμενος θαῤῥῶν ἀ `ν εἴποι τὴν κάκτον εἶναι… … Hofmann J. Lexicon universale
ματόκλαδο — και ματοκλάδι το 1. βλεφαρίδα 2. συν. στον πληθ. τα ματόκλαδα και ματοκλάδια οι βλεφαρίδες («με ατρέμητα ματόκλαδα χωρίζανε τ αστέρια» Άγγ. Σικελιανός). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + κλαδί. Για το β συνθετικό τής λ. που δηλώνει φυτό πρβλ. ματό φυλλα και… … Dictionary of Greek
τσύνορο — και τσίνορο και τσύνουρο και τσίνουρο, το, Ν βλεφαρίδα, ματόκλαδο, ματοτσύνορο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν μτγν. τ. κύναρος «είδος αγκαθιού» με τσιτακισμό (για ανάλογη χρήση λ. σχετικών με φυτά πρβλ. ματό κλαδο*, ματό… … Dictionary of Greek