-
1 κομ(μ)ό
το комод -
2 κομ(μ)ός
ο см. κομμό -
3 κομ(μ)ό
το комод -
4 κομ(μ)ός
ο см. κομμό -
5 κόμ-αιθος
-
6 κομ(μ)άραι
See also: s. καμ(μ)άροςGreek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κομ(μ)άραι
-
7 κόμ(μ)οδος
-
8 κόμ(μ)οδος
-
9 κομ(μ)οδίνο
το тумбочка -
10 κομ(μ)οδίνο
το тумбочка -
11 κόμη
κόμ-η, ἡ,A hair of the head, Il.22.406, etc.: less freq. in pl.,κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας Od.6.231
; κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι (i.e. κόμαις Χαρίτων) Il.17.51; κόμην κείρειν, κείρεσθαι (v. κείρω) ; κόμην τρέφειν to let the hair grow long, Hdt.1.82;κ. φορεῖν PGnom. 188
(ii A.D.); ;καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας E.Ba. 695
; κόμαι πρόσθετοι false hair, wig, X.Cyr.1.3.2, etc.; δοῦλος ὢν κόμην ἔχεις; Ar.Av. 911; κόμης ἀνάπλεως unkempt, Plu.Cic.30.II metaph., foliage of trees, Od.23.195, Cratin.296, etc.;δόνακος App.BC4.28
; of herbs, Dsc.4.164.7, Gal.6.268; of corn,ληΐου κ. Babr.88.3
;λειμώνων κόμαι IG14.1389i
i 11; esp. = τραγοπώγων, Thphr.HP7.7.1, Dsc.2.143. -
12 κομήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομήεις
-
13 Κομύρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κομύρια
-
14 Κομύριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κομύριον
-
15 κόμαιθος
κόμ-αιθος, mit brennenden, roten Haaren -
16 κομιδῇ
κομιδῇ, adverbial gebraucht, auch κομιδῆ geschrieben, mit Sorgfalt, sorgfältig, ganz u. gar, vollends; ἀλλ' ἔστιν κομ. μεσημβρία Ar. frg. 125; κομ. ἀτέχνως ἐπ' αὐτὴν ἔρχεται Plat. Gorg. 501 a; ὅταν ᾖ κομιδῇ ἕτερον, wenn es etwas ganz Anderes ist, Theaet 159 a; κομιδῇ μεϑύειν Conv. 215 d; – öfter in bejahender, bekräftigender Antwort, κομιδῇ γε, κομιδῇ μὲν οὖν, jawohl, gewiß, allerdings, z. B. Ar. Plut. 833, Plat. Theaet. 155 a Rep. IV, 442 a.
-
17 ξυνός
ξυνός = κοινόςGrammatical information: adj.Meaning: `common, public, usual' (ep. Ion., Il.).Compounds: Rarely in compp., e.g. ἐπί-ξυνος = ἐπί-κοινος `common' (M 422; hypotheses on the formation in Strömberg Prefix Studies 96 f., also Schwyzer-Debrunner 465 f.).Derivatives: 1. ξυνάων, - άν (Pi.), ξυνέων (Hes.), ξυνών (S.) m. = κοινάν, - ών `comrade, companion' with ξυνωνία (Archil.), ξυνωνός (Theognost.); s. on κοινων, - νία, - νός (s. κοινός). 2. ξυνήϊα n. pl. `common (not yet distributed) booty' (A 124, Ψ 809), after πρεσβήϊα, ξεινήϊα (Risch ̨ 46). 3. ξυνόομαι, - όω `have intercourse with, teilhaft machen' (Nearch., Man.; Nonn.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: From *ξυν-ι̯ό-ς from ξύν like κοινός (s. v.) from *κομ-ι̯ος \< *κόμ (*κόν?) = Lat. cum. On ξυνός ξυνός κοινός with derivv. cf. Leumann Hom. Wörter 224 n. 3, Björck Alpha impurum 366f. -- To be rejected Fay AmJPh 28, 414 (cf. Kretschmer Glotta 1,378).Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ξυνός
-
18 πενιχρός
-
19 κομίσκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομίσκη
-
20 φιλόκομος
φῐλό-κομος, ον,A fond of one's hair, D.Chr.Κομ. Ἐγκ. p.386
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόκομος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κομ(μ)έρκι(ο)ν — και κουμμέρκι(ο)ν, τὸ (Μ) 1. το τελωνείο 2. τελωνειακός δασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. commercium «εμπόριο»] … Dictionary of Greek
κομ(μ)ατοπούλι(ν) — κομ(μ)ατοπούλι(ν), τὸ (Μ) μικρό κομμάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμάτι + πούλι(ν) (< πουλο < πουλος < λατ. pullus «νεοσσός», πρβλ. βασιλό πουλο)] … Dictionary of Greek
κομ(μ)ερκιάριος — και άρης, ὁ (Μ) 1. επιτετραμμένος για την είσπραξη τών τελωνειακών δεσμών 2. προϊστάμενος τελωνείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. commerciarius «εμπορικός συνέταιρος» (< λατ. commercium «εμπόριο»)] … Dictionary of Greek
Κομ ή Κουμ — (Qom). Πόλη (777.677 κάτ. το 1996) του Ιράν, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (11.237 τ. χλμ., 971.280 κάτ. το 2002). Βρίσκεται στα όρια του οροπεδίου της Τεχεράνης και της ερήμου Ντάχτι Κεβίρ, στον δρόμο που οδηγεί από την Τεχεράνη στο Ισπαχάν.… … Dictionary of Greek
Κομ Όμπο — (Kawm Umb). Πόλη (60.900 κάτ. το 2003) της Άνω Αιγύπτου, στην επαρχία Ασουάν. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Νείλου, 50 χλμ. από την πόλη Ασουάν. Η Κ.Ο. ιδρύθηκε στα χρόνια των Πτολεμαίων με την ονομασία Νουβίτις, σε λόφο που δεσπόζει στην… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
-ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… … Dictionary of Greek
καταφρονίζω — (Μ καταφρονίζω) υποτιμώ την αξία κάποιου πράγματος, περιφρονώ κάτι («λίθον πολλὰ πολύτιμον... ποὺ τὸν καταφρονίζει», Σουμμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. < κατ ε φρόν ησ α, αόρ. τού καταφρον ῶ, κατά το σχήμα ἐ κόμ ισ α: κομ ίζω] … Dictionary of Greek
κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… … Dictionary of Greek
σχιίτες — Αναφέρονται και ως σιίτες. Οπαδοί μιας από τις δυο μεγάλες υποδιαιρέσεις του Ισλαμισμού: σουννισμό και σχιισμό. Η λέξη προέρχεται απ’ το αραβικό σι’α «μερίδα»: οι σ. είναι δηλαδή η «μερίδα του Αλή», που σχηματίστηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά … Dictionary of Greek