Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κόμ-η

См. также в других словарях:

  • κομ(μ)έρκι(ο)ν — και κουμμέρκι(ο)ν, τὸ (Μ) 1. το τελωνείο 2. τελωνειακός δασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. commercium «εμπόριο»] …   Dictionary of Greek

  • κομ(μ)ατοπούλι(ν) — κομ(μ)ατοπούλι(ν), τὸ (Μ) μικρό κομμάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμάτι + πούλι(ν) (< πουλο < πουλος < λατ. pullus «νεοσσός», πρβλ. βασιλό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • κομ(μ)ερκιάριος — και άρης, ὁ (Μ) 1. επιτετραμμένος για την είσπραξη τών τελωνειακών δεσμών 2. προϊστάμενος τελωνείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. commerciarius «εμπορικός συνέταιρος» (< λατ. commercium «εμπόριο»)] …   Dictionary of Greek

  • Κομ ή Κουμ — (Qom). Πόλη (777.677 κάτ. το 1996) του Ιράν, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (11.237 τ. χλμ., 971.280 κάτ. το 2002). Βρίσκεται στα όρια του οροπεδίου της Τεχεράνης και της ερήμου Ντάχτι Κεβίρ, στον δρόμο που οδηγεί από την Τεχεράνη στο Ισπαχάν.… …   Dictionary of Greek

  • Κομ Όμπο — (Kawm Umb). Πόλη (60.900 κάτ. το 2003) της Άνω Αιγύπτου, στην επαρχία Ασουάν. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Νείλου, 50 χλμ. από την πόλη Ασουάν. Η Κ.Ο. ιδρύθηκε στα χρόνια των Πτολεμαίων με την ονομασία Νουβίτις, σε λόφο που δεσπόζει στην… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • -ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… …   Dictionary of Greek

  • καταφρονίζω — (Μ καταφρονίζω) υποτιμώ την αξία κάποιου πράγματος, περιφρονώ κάτι («λίθον πολλὰ πολύτιμον... ποὺ τὸν καταφρονίζει», Σουμμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. < κατ ε φρόν ησ α, αόρ. τού καταφρον ῶ, κατά το σχήμα ἐ κόμ ισ α: κομ ίζω] …   Dictionary of Greek

  • κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …   Dictionary of Greek

  • σχιίτες — Αναφέρονται και ως σιίτες. Οπαδοί μιας από τις δυο μεγάλες υποδιαιρέσεις του Ισλαμισμού: σουννισμό και σχιισμό. Η λέξη προέρχεται απ’ το αραβικό σι’α «μερίδα»: οι σ. είναι δηλαδή η «μερίδα του Αλή», που σχηματίστηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»