Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ξυνωνός

См. также в других словарях:

  • ξυνωνός — ξυνωνός, ὁ (ΑΜ) κοινωνός, μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνών. Οι τ. ξυνών, ξυνωνός, ξυνωνία είναι ισοδύναμοι σημασιολογικά με τους κοινών, κοινωνός, κοινωνία] …   Dictionary of Greek

  • ξυνωνός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνωνόν — ξυνωνός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»