Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κωπεύω

См. также в других словарях:

  • κωπεύω — (Α) [κώπη] 1. κωπηλατώ 2. φρ. «κεκώπευται στρατός» ο στρατός έχει το χέρι στη λαβή τού ξίφους, είναι έτοιμος να πολεμήσει …   Dictionary of Greek

  • κεκώπευται — κωπεύω propel with oars perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπεύεις — κωπεύω propel with oars pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώπη — η (AM κώπη) το κουπί αρχ. 1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι 2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ ἔνδεκα κώπαις» συνοδεύω με όλες τις τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω* και με λατ. capulus «κουπί». ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ αρχ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»