-
1 κρυσταλλος
ὅ, иногда Anth. ἥ1) лед(κ. ὕδωρ πεπηγός ἐστιν Arst.; ἐπὴ τοῦ κρυστάλλου στρατεύεσθαι Her.)
κ. ἐπεπήγει οὐ βέβαιος Thuc. — лед был непрочен2) горный хрусталь, кристалл(λαμπρὸς ὡς κ. NT.)
3) хрустальный сосуд(χιονέη Anth.)
-
2 κρύσταλλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κρύσταλλος
-
3 κρύσταλλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κρύσταλλος
-
4 κρύσταλλος
ο см. κρύσταλλο[ν] -
5 κρύσταλλος
кристалл, горный хрусталь.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κρύσταλλος
-
6 κρύσταλλος
-
7 ακαυστος
21) несожженный, пощаженный огнем(κῶμαι Xen.)
2) несгораемый, огнеупорный(λίθος καὴ κρύσταλλος Arst.)
-
8 ακρυσταλλος
-
9 ασταγης
-
10 βεβαιος
2 и 31) крепкий, прочный, надежный(κρύσταλλος Thuc.; ὄχημα Plat.; εἰρήνη Isocr.)
2) неизменный верный(φίλος Aesch.; φιλία Plat., Arst.; σύμμαχος Plut.)
3) достоверный, несомненный(τέκμαρ Aesch.; ψῆφος Eur.; κίνδυνος Thuc.; λόγος Plat.; σημεῖον Plut.)
4) меткий(τόξευμα Soph.)
5) уверенный (в себе)(φρόνημα Plut.)
6) безопасный(τινι Thuc.)
-
11 επερχομαι
(атт. impf. ἐπῄειν от ἔπειμι; fut. ἐπελεύσομαι - атт. ἔπειμι; aor. 2 ἐπῆλθον, pf. ἐπελήλῠθα)1) приходить, подходить, приближаться(τινι Hom., Aesch., Her., Thuc.; τέν πόλιν Eur., Plat.; ἐς ποταμόν Hom.)
τοσάδε ἐπῆλθον πολέμῳ Thuc. — к этому они пришли в результате войны2) проходить, переходитьκρύσταλλος οὐ βέβαιος ὥστ΄ ἐπελθεῖν Thuc. — лед недостаточно прочный, чтобы можно было пройти (по нему)
3) проходить, обходить, посещать(πολλέν γαῖαν Hom.; δόμους Soph.; πύλας φύλακάς τε Eur.; χώραν Xen.; τόπους Arst.; τοὺς χειρωνακτικούς Plat.; πόλεις Plut.)
κύκλῳ ταῖς ὄψεσιν ἐπελθεῖν τινας Plut. — окинуть кого-л. взглядом4) приходить, являться, обращаться (с речью, с просьбой, за советом)(τινα Eur., τινι и ἐπὴ τὸ κοινόν Thuc.; ἐπὴ τὸν δῆμον Her.)
ἐπελθὼν καὴ πείσας τινά Plat. — обратившись с убедительной просьбой к кому-л.5) входить, вступать(εἰς λόγου στάσιν Soph.; ἐς πόλεμον Thuc.)
τμήδην αὐχένα ἐπελθεῖν Hom. — вонзиться в шею6) (тж. πολέμῳ ἐ. Plut.) идти войной, нападать(τινι Hom., Eur., Thuc.; τέν γῆν τινος Thuc.; ἐπερχομένους ἀποκλείειν τῆς Σπάρτης Plut.)
7) ( о и во времени) приходить, наступать(νὺξ ἐπῆλθε Hom., Her.)
ἦρι ἐπερχομένῳ Arph. — с наступлением весны;τὸ παρὸν τὸ τ΄ ἐπερχόμενον Aesch. — настоящее и предстоящее;ἐ. τῇ οἰκουμένῃ NT. — надвигаться на вселенную, т.е. угрожать вселенной8) наводнять, заливать(ὅ Νεῖλος ἐπέρχεται τὸ Δέλτα Her.; τὸ ὕδωρ ἐπέρχεται λειμῶνα Aesch.)
9) находить (на кого-л.), охватывать, постигатьνοῦσος ἐπήλυθέ μοι Hom. — недуг овладел мною;
ἐπήλυθέ μιν ὕπνος Hom., Her.; — его объял сон10) приходить в голову(ἐπέρχεταί τινι νόημά τι Arst. или τινι ποιεῖν τι Soph., Her., Xen., Plat., Arst., Dem.)
ἵμερος ἐπῆλθέ μοι … Her., Plat.; — у меня появилось желание …;μηδὲ εἰς τὸν ἔσχατον ἐπέλθοι νοῦν Plat. — чтобы (этого) и в мыслях не было11) (кому-л.) следовать, подражать(πάτρῳ, v. l. πάτρωι Pind.)
12) ( в речи) перебирать, разбирать, рассматривать, обсуждать, излагать(τι Thuc., Arst., Plut. и περί τινος Arst.)
13) обвинять, порицать(ταῦτά τινα Eur.; ἅπαντά τινι Arph.)
-
12 μαλακτος
-
13 περιτρεφομαι
густеть, твердетьσακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος Hom. — на щитах кругом образовался лед;
γάλα περιτρέφεται Hom. — молоко свертывается -
14 υδατωδης
-
15 χιονεος
3[χιών] (ῑ in arsi)1) снежный(νιφάδες Anth.)
2) покрытый снегом(κρύσταλλος Anth.)
3) белоснежный(σάρξ Anth.)
-
16 2930
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2930
См. также в других словарях:
κρύσταλλος — κρύσταλλος, ο και κρούσταλλο, το και κρουστάλλι, το 1. διαφανής και διαυγής πάγος. 2. η κρυσταλλωμένη πάχνη. 3. καθετί που είναι καθαρό και σαφές: Η υπόθεση είναι κρύσταλλο. 4. διαυγέστατο γυαλί που περιέχει μόλυβδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρύσταλλος — ice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύσταλλος — ο, η (AM κρύσταλλος, ὁ) 1. κάθε στερεό υλικό τού οποίου τα άτομα είναι διατεταγμένα με καθορισμένο τρόπο και το οποίο παρουσιάζει κανονικότητα στην εξωτερική του επιφάνεια ως αντανάκλαση τής εσωτερικής του συμμετρίας 2. διαφανής και καθαρός πάγος … Dictionary of Greek
πιεζοχαλαζίας — Κρύσταλλος χαλαζία με ομοιογενείς μονοκρυσταλλικές περιοχές. Χάρη στο φαινόμενο του πιεζοηλεκτρισμού, ο π. γίνεται κατάλληλος για χρησιμοποίηση σε ραδιοηλεκτρονικές συσκευές. Στην τεχνική χρησιμοποιούνται ευρύτατα κρύσταλλοι π. τεχνητής ανάπτυξης … Dictionary of Greek
κρυστάλλοιο — κρύσταλλος ice masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυστάλλοις — κρύσταλλος ice masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυστάλλου — κρύσταλλος ice masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυστάλλους — κρύσταλλος ice masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυστάλλων — κρύσταλλος ice masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυστάλλῳ — κρύσταλλος ice masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύσταλλε — κρύσταλλος ice masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)