Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-στᾰγής

См. также в других словарях:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ζωοσταγής — ζωοσταγής, ές (Μ) αυτός που στάζει ζωή («ζωοσταγής βότρυς», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + σταγης (< στάζω), πρβλ. αιμο σταγής, μελι σταγής] …   Dictionary of Greek

  • νεκταροσταγής — νεκταροσταγής, ές (Α) αυτός που σταλάζει νέκταρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, αρος + σταγής (< θ. σταγ τού στάζω, πρβλ. σταγ ῆναι), πρβλ. δακρυ σταγής, μυρο σταγής] …   Dictionary of Greek

  • μελισταγής — ές (Α μελισταγής, ές) 1. αυτός που στάζει μέλι («μελισταγής λόγος») 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν να στάζει μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + σταγής (< θ. σταγ τού στάζω, πρβλ. σταγ ῆναι), πρβλ. αιμο σταγής] …   Dictionary of Greek

  • μυροσταγής — μυροσταγής, ές (Α) αυτός που στάζει μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + σταγής (< στάζω), πρβλ. αιμο σταγής] …   Dictionary of Greek

  • ομματοσταγής — ὀμματοσταγής, ές (Α) (για τα δάκρυα) αυτός που αναβλύζει από τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, ατος + σταγής (< θ. σταγ τού στάζω, πρβλ. απρφμ. αορ. β σταγ ῆναι), πρβλ. αιμο σταγής] …   Dictionary of Greek

  • παλαισταγής — παλαισταγής, ές (Α) φρ. «παλαισταγής οἶνος» κρασί το οποίο, λόγω τής παλαιότητάς του, έχει πηχτώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + σταγής (< στάζω), πρβλ. αιμο σταγής] …   Dictionary of Greek

  • πολυσταγής — ές, Α αυτός που στάζει πολύ. επίρρ... πολυσταγῶς Α με πολλές σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σταγής (< στάζω*), πρβλ. αιμο σταγής] …   Dictionary of Greek

  • φονοσταγής — ές, Μ αυτός που στάζει αίμα προερχόμενο από φόνο («φονοσταγεῑς παλάμαι», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + σταγής (< στάζω), πρβλ. αἱμο σταγής] …   Dictionary of Greek

  • ψυχροσταγής — ές, Α παγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + σταγής (< στάζω) πρβλ. ἁβρο σταγής] …   Dictionary of Greek

  • αιματοσταγής — ές (Α αἱματοσταγής) αυτός που στάζει, που αχνίζει αίμα, ο αιμοσταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + σταγής < στάζω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»