-
1 τεκμαρ
эп. τέκμωρ τό indecl.1) предел, цель, конецἵκετο τ. Hom. — он достиг предела
2) конец, гибель(Ἰλίου Hom.)
3) средство, выходτ. εὑρεῖν Hom. — найти средство
4) признак, довод(χείματος Aesch.)
ἔστι τῶνδέ σοι τ. ; Aesch. — у тебя есть доказательство этого?5) знамение, порука, залог Hom., HH.6) условный знак, сигналναυτίλοις τ. Eur. — сигнал для мореплавателей
7) граница, грань(δειλῶν τε καὴ ἐσθλῶν Hes.; τ. καὴ πέρας ταὐτὸν κατὰ τέν ἀρχαίαν γλῶτταν Arst.)
-
2 τεκμωρ
-
3 βεβαιος
2 и 31) крепкий, прочный, надежный(κρύσταλλος Thuc.; ὄχημα Plat.; εἰρήνη Isocr.)
2) неизменный верный(φίλος Aesch.; φιλία Plat., Arst.; σύμμαχος Plut.)
3) достоверный, несомненный(τέκμαρ Aesch.; ψῆφος Eur.; κίνδυνος Thuc.; λόγος Plat.; σημεῖον Plut.)
4) меткий(τόξευμα Soph.)
5) уверенный (в себе)(φρόνημα Plut.)
6) безопасный(τινι Thuc.)
-
4 δειλος
-
5 εκφανης
21) показывающийся, видимый(ἔν τινι Arst.; κάρυον ἐκφανὲς ἐκ τῶν λεπίδων Anth.)
πάντες ἦσαν ἐκφανεῖς ἰδεῖν Aesch. — все они предстали перед глазами2) явный, очевидный(τέκμαρ τινός Aesch.; ἐ. γενέσθαι Plat.)
ἐκφανὲς ποιεῖν τι Plut. = ἐκφαίνω 2 -
6 εμφανης
21) явный, зримый, видимый, очевидный(τινι Eur., Arph.; ποιεῖν ἐμφανῆ τὰ ἀποκεκρυμμένα Arst.)
ἕδ΄ ἐ. Eur. — вот он налицо;ἐμφανῆ καταστῆσαι τὰ χρήματα Dem. — представить неопровержимые доказательства;εἰς τοὐμφανὲς ἰέναι Xen. — становиться очевидным, обнаруживаться;οὐδαμοῦ τιμαῖς Ἀπόλλων ἐ. Soph. — нигде не видно, чтобы воздавались почести Аполлону2) действительный, подлинный, бесспорный(τέκμαρ Aesch. и τεκμήρια Soph.; κτήματα Xen.)
3) открытый, прямой, ясный(λόγος Thuc.)
ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς Xen., ἐμφανέος Her. и ἐν τῷ ἐμφανεῖ Thuc., Xen. — явно, открыто;βίᾳ ἐμφανεῖ Thuc. — путем прямого насилия4) (обще)известный(τὰ κερυχθέντα Soph.)
τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μέ γινωσκόμενα τεκμαίρεσθαι Her. — умозаключать от известного к неизвестному5) известный, выдающийся(ἀνέρ ἐ. Αἰγύπτιος Diod.)
См. также в других словарях:
τέκμαρ — fixed mark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέκμαρ — και τέκμωρ, ος, τὸ, Α 1. όριο, τέλος, πέρας («τὸ τέκμαρ καὶ πέρας ταὐτόν ἐστι κατὰ τήν ἀρχαίαν γλῶσσαν», Αριστοτ.) 2. επιδίωξη, σκοπός («θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδισσι τέκμαρ ἀνύεται», Πίνδ.) 3. διέξοδος («τὸ δ ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐκ ἕπεται τέκμαρ» … Dictionary of Greek
τέκμωρ — τέκμαρ fixed mark neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
казать — кажу: выказать, показать, сказать, отказать, приказать, также указ, приказ, рассказ и т. д., укр. казати говорить , ст. слав. казати, кажѫ δεικνύναι, λέγειν, болг. кажа, казвам говорю , сербохорв. казати, ка̑же̑м сказать , словен. kazati, kâžem… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
HAMADRYADLS — nhymphae. Virg. Ecl. 10. v. 62. Iam neque Hamadryades rursus; nec carmina nobis Ipsa placent. Ubi Serv. Nymphae, inquit, sunt, quae cum arboribus nascuntur et intereunt; ἀπὸ τȏυ ἅμα, καὶ τῆς δρυὸς, qualis fuit illa, quam Erisichthon occidit. Ovid … Hofmann J. Lexicon universale
ήμαρ — ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α) 1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. (ως επίρρ.) ἦμαρ κατά τη διάρκεια τής ημέρας 3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» μεσημέρι β) «δείελον ἦμαρ» δειλινό γ) «ἐπ ἤματι» i) καθημερινά ii) κατά το διάστημα τής ημέρας… … Dictionary of Greek
ατέκμαρτος — η, ο (Α ἀτέκμαρτος, ον) αυτός που δεν τεκμαίρεται, που δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί αρχ. 1. (για πρόσωπα) αβέβαιος, ασταθής 2. απεριόριστος, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τεκμαίρομαι < τέκμαρ, το «όριο, τέρμα, ορισμένο σημείο»] … Dictionary of Greek
ικμάδα — η (ΑΜ ἰκμάς, άδος) η υγρασία τής γης και η θρεπτική της δύναμη την οποία απομυζούν τα φυτά νεοελλ. στοιχείο ζωτικότητας, η δύναμη για ζωή αρχ. 1. φυσική υγρασία 2. κάθε είδος ζωικών χυμών ή εκκρίσεων 3. σταγόνα, στάλα 4. φρ. «ἰκμὰς Βάκχου» το… … Dictionary of Greek
ισόδενδρος — ἰσόδενδρος, ον (Α) 1. ο ίσος με κάποιο χαρακτηριστικό τού δέντρου («ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος», Πίνδ.) 2. ψηλός, μεγάλος σαν δέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δἐνδρον] … Dictionary of Greek
τέκμωρ — τὸ, Α βλ. τέκμαρ … Dictionary of Greek
τεκμαίρομαι — ΝΜΑ (και ενεργ τακμαίρω Α [τέκμαρ] από ορισμένα σημεία πράγματα κρίνω, συνάγω συμπέρασμα για κάτι (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», Ευστ. γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε κάτω τε τείχη μετρῶν», Ευρ. δ.… … Dictionary of Greek