-
1 κρυσταλλος
ὅ, иногда Anth. ἥ1) лед(κ. ὕδωρ πεπηγός ἐστιν Arst.; ἐπὴ τοῦ κρυστάλλου στρατεύεσθαι Her.)
κ. ἐπεπήγει οὐ βέβαιος Thuc. — лед был непрочен2) горный хрусталь, кристалл(λαμπρὸς ὡς κ. NT.)
3) хрустальный сосуд(χιονέη Anth.)
См. также в других словарях:
χιονέη — χιόνεος snowy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονέῃ — χιόνεος snowy fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιόνεος — έα, ον, ΜΑ, και ιων. τ. θηλ. χιονέη Α όμοιος με χιόνι, χιονάτος, χιονώδης («χιονέα πρόσωπα», Ανθ. Παλ.) αρχ. αυτός που αποτελείται από χιόνι («χιόνεαι νιφάδες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. εος (πρβλ. χρύσ εος)] … Dictionary of Greek